Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Το προσκλητήριο

Στέκομαι δίπλα στην κουπαστή· λεπτές ηλιαχτίδες μού χαϊδεύουν απαλά το πρόσωπο και έχω αφεθεί στο τραμπάλισμα των κυμάτων που με νανουρίζει. Δεν έχω πολλές αναμνήσεις από τη θάλασσα και ίσως γι’ αυτό να με γοητεύει τόσο πολύ. Είναι και το προσκλητήριο, ο σκοπός, ο γάμος που προσθέτει ένα ωραίο περιτύλιγμα σε τούτη την εξόρμηση. Το καΐκι σύντομα θα πιάσει λιμάνι· θα αναγκαστώ να βγω από αυτόν τον εσωτερικό μονόλογο και το πραγματικό ταξίδι θα ξεκινήσει. Ένας γδούπος και χτυπάμε με τα πλαϊνά στην τσιμεντένια προβλήτα. Ο καπετάνιος πηδάει έξω και περνάει γρήγορα τη θηλιά στον κάβο. Τραβάει το σκοινί για να φέρει την πρύμνη πιο κοντά στη στεριά και τείνει το χέρι να με βοηθήσει να κατέβω.

Δίνω ένα σάλτο και βρίσκομαι με το σακίδιο στον ώμο να παίρνω το δρόμο δίπλα απ’ το μεγάλο πλάτανο προς το εκκλησάκι. Ακολουθώ πιστά τις οδηγίες στο προσκλητήριο: Πάρε μια αλλαξιά ρούχα, να προλάβεις το πρωινό καΐκι για το νησί, μόλις φτάσεις θα μας βρεις στο εκκλησάκι, το βράδυ παντρευόμαστε! Αυτό το πέπλο μυστηρίου γύρω από το προσκλητήριο αλλά και η προσδοκία για το γάμο με είχαν συνεπάρει τόσο που σάστισα όταν άκουσα εκείνη τη στριγγιά φωνή: «Καλημέρα παλικάρι, τι ‘σαι συ; Καινούριοι λιμενοφυλάκοι;» Ένας γέρος καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στο πεζούλι, τα χέρια του έπεφταν σταυρωτά απάνω στην γκλίτσα που στήριζε ανάμεσα στα πόδια και στα ολόμαυρα μάτια του ήταν έκδηλη μια αγωνία. «Όχι» αποκρίθηκα «περαστικός είμαι.» Και είδα μεμιάς την αδιαφορία να ζωγραφίζεται φαρδιά πλατιά στο πρόσωπο του. Έκλεισε τα μάτια και καμία σημασία δεν είχε πλέον η ύπαρξη μου. Συνέχισα το δρόμο και κανείς δε γύρισε να με κοιτάξει· σα να ήξεραν πια όλοι ότι είμαι περαστικός.

Βγήκα στον ανήφορο και είδα στο τέρμα του μονοπατιού το εκκλησάκι σκαρφαλωμένο στα γκρεμνά του βράχου να στέκει αγέρωχο και ταλαιπωρημένο. Ο μαντρότοιχος γύρω του είχε υποχωρήσει σε μερικά σημεία, ο περίβολος φαινόταν παρατημένος και μεγάλες σταχτιές στάμπες ξεχώριζαν από μακριά να λεκιάζουν τους άσπρους τοίχους. Ασυναίσθητα άρχισε να τσαλακώνεται μέσα μου η ωραία εικόνα με το ειδυλλιακό παρεκκλήσι και το γάμο κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό· στρεβλώνεται για να χωρέσει σε κάτι λιγότερο θελκτικό, όπως και κάθε τι όταν περνά από τη σφαίρα της φαντασίας στο πραγματικό. Στην καγκελόπορτα στέκονται καρτερικά οι μελλόνυμφοι. Μια σφιχτή αγκαλιά, ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη και εκείνο το πλατύ χαμόγελο που θυμόμουν είναι εκεί. «Είσαι έτοιμος κουμπαρούλη; Μας περιμένει πολύ δουλειά!». Και όλα έγιναν ξεκάθαρα πια. Οι ταβανόβουρτσες που ήταν ακουμπισμένες στο πλάι, ο κουβάς, η σκάφη, ο ασβέστης, η σκάλα.

Πήρα τον κουβά και κατηφόρισα προς τη βρύση να φέρω νερό. Όταν γύρισα η νύφη είχε αρχίσει να τρίβει τον περίβολο, ο γαμπρός είχε ανοίξει τα σακιά με τον ασβέστη ενώ ένα πιτσιρίκι έτρεχε ξωπίσω μου κλωτσώντας νεράντζια και χασκογελώντας. Άδειασα το νερό στη σκάφη και κίνησα πάλι για τη βρύση.  Ξάφνου σταμάτησε μπροστά μου ο μπόμπιρας με τα ματωμένα γόνατα και μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αθωότητα· με καθήλωσε. Μου πήρε τον κουβά από το χέρι και γυρίζοντας την πλάτη φώναξε: «Πάω να φέρω νερό.» και χάθηκε χοροπηδώντας στον κατήφορο. Τα παπούτσια τού ήταν μεγάλα και είχε σφίξει γερά τα κορδόνια. Τα χέρια και τα πόδια του ήταν κατάμαυρα από το χώμα και το χαμόγελο του έφτανε μέχρι τα αυτιά. Δεν άργησε να επιστρέψει και μαζί του έφερε άλλον ένα πιτσιρικά. Το νερό στον κουβά ήταν λιγοστό, το περισσότερο είχε χυθεί στο δρόμο, αλλά δεν είχε σημασία, γι’ αυτούς ήταν ένα παιχνίδι. Οι διαδρομές προς τη βρύση όλο και πλήθαιναν όπως και οι πιτσιρικάδες που επέστρεφαν. Μαζέψαμε πέτρες και οι μικροί αρχίσανε να τις βουτάνε στον ασβέστη για να στήσουμε πάλι το μαντρότοιχο. Ο περίβολος είχε συμμαζευτεί κάπως και έμενε να ρίξουμε νερό και να τρίψουμε το τσιμέντο όταν τελειώσουμε. Πιάσαμε τις ταβανόβουρτσες και αρχίσαμε να ασπρίζουμε τους τοίχους της εκκλησίας. Έπρεπε να την ασπρίσουμε ολόκληρη!

Χωρίς να το καταλάβουμε μας έπιασε το μεσημέρι, η κάψα του καλοκαιριού μάς επέβαλε ένα μικρό διάλλειμα και οι πιτσιρικάδες τρέξανε σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό. Καθόμασταν κάτω από το υπόστεγο, στην παχιά σκιά, όταν είδαμε να πλησιάζει μια νοικοκυρά με ένα δίσκο. Ήρθε, απίθωσε μπροστά μας τρία πιάτα με λαχταριστό γιουβέτσι και μισή φραντζόλα ψωμί. Φαινόταν τόσο προσήνεια. Μας είπε ότι κάματος χωρίς φαΐ είναι αμαρτία και έφυγε. Ξαποστάσαμε λίγο και πιάσαμε πάλι τον ασβέστη. Σκαρφάλωσα στη σκάλα, τεντωνόμουν να πασαλείψω το καμπαναριό όταν είδα από κει ψηλά ολόκληρη πομπή να ξεδιπλώνεται μπροστά μου σαν το φίδι. Οι νοικοκυρές έκαναν σειρά και ανηφόριζαν με μια γλάστρα, ένα κέρασμα ή ένα φυλαχτό στο χέρι, το άφηναν στο μαντρότοιχο και έφευγαν· έτσι χωρίς λόγια, σα να αποδίδανε τιμές, τα δώρα του γάμου· και αναπάντεχα όλο αυτό μου προκάλεσε ευφορία, μια εκστατική ηδονή. Ακούμπησα την πλάτη στον τοίχο και άφησα αυτή την αίσθηση να εντυπωθεί βαθιά μέσα μου, να μην την ξεχάσω.

Αντικριστά μου ο ήλιος· κεχριμπάρι που βυθίζεται στον ορίζοντα. Έχει πια σουρουπώσει.

Ο μεγαλύτερος όγκος δουλειάς έχει τελειώσει. Βάλαμε μια γλάστρα βασιλικό μπροστά από μια τρύπα του μαντρότοιχου που δεν μπαλώσαμε και καθαρίσαμε τα υπολείμματα ασβέστη από τον περίβολο. Η ικανοποίηση και η υπερένταση υπερνικούν την κούραση μας. Τα ρούχα μας είναι τσαλακωμένα και λερωμένα αλλά αυτό δε μας ενοχλεί καθόλου, το αντίθετο, είμαστε κάπως περήφανοι για αυτά. Το παρεκκλήσι δεν είναι όπως το φανταζόμουν αλλά έγινε όπως εμείς το φτιάξαμε και αυτό με γεμίζει περισσότερο. Φτάνει πρώτος ο παπάς και πίσω του σέρνει ολάκερο το χωριό. Στους ώμους μου νοιώθω ένα πανωφόρι να κρύβει το λερωμένο μου πουκάμισο. Γυρνάω και βλέπω τα ολόμαυρα μάτια του γέρου, μόνο που τώρα είναι γεμάτα συγκατάνευση. Στο βάθος θα αρχίσουν σε λίγο να ακούγονται μουσικές. Το πρωί δεν είναι μακριά.


Αυτό είναι το προσκλητήριο, αυτός και ο σκοπός· το όμορφο περιτύλιγμα που κάνει θελκτικό το ταξίδι. Μα είμαστε περαστικοί και τώρα θα φύγουμε. Ήρθαμε για να πάρουμε αλλά και δώσαμε. Το λιθαράκι που βάλαμε θα παραμείνει για αυτούς που στέκουν πίσω αλλά και τους άλλους που θα ‘ρθουν. Όσο για μας; Εμείς φτιάξαμε μια τέλεια στιγμή και αυτό είναι αρκετό. Αυτό ήταν το προσκλητήριο, αυτό και το ταξίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Contact me

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *