Δημοφιλείς αναρτήσεις

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Η θέση μας απέναντι στο περιβάλλον

Είναι λογικό η στάση που κρατάμε απέναντι στο οικοσύστημα να είναι ανθρωποκεντρική, αφού προσπαθούμε συνεχώς να εξυπηρετούμε τα συμφέροντα μας, σαν είδος. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε όμως, λόγω αυτής της προσέγγισης, είναι ότι το σημείο ισορροπίας της φύσης είναι αυτό που δημιούργησε τον άνθρωπο. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν ήταν αυτές που εξέλιξαν τα διάφορα είδη με αυτό τον τρόπο και εξώθησαν το ανθρώπινο είδος να έχει τη μορφή και τα χαρακτηριστικά που γνωρίζουμε σήμερα. Το οικοσύστημα υπήρχε πριν από τον άνθρωπο, ενώ η ύπαρξη μας δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για την επιβίωση του συστήματος. Είναι αλήθεια, ότι στην παρούσα φάση, η ανθρώπινη δραστηριότητα έχει κυρίαρχη επίδραση πάνω στο περιβάλλον και μάλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί αλόγιστη, εφόσον δε μπορούμε να προβλέψουμε το σύνολο των συνεπειών που έχουν οι πράξεις μας, σε ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα τόσων παραμέτρων. Αυτό έχει σαν συνέπεια να αποφασίζουμε χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας το σύνολο των δεδομένων και της πληροφορίας, κάτι το οποίο επιστρέφει παρενέργειες στο σύστημα που επηρεάζουν και εμάς τους ίδιους.

Η ένταση και ο τρόπος με τον οποίο επιδρούμε με το περιβάλλον είναι τέτοιας μορφής και τάξης μεγέθους που ωθούμε τη φύση να αλλάξει σημείο ισορροπίας, χωρίς όμως να καταλαβαίνουμε ότι κάτι τέτοιο δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ανθρώπινου είδους, τουλάχιστον με τα χαρακτηριστικά που το γνωρίζουμε σήμερα. Το οικοσύστημα, ως το σύνολο της ύλης, η οποία δεν καταστρέφεται ούτε και δημιουργείται, παρά μόνο αλλάζει καταστάσεις και μορφές, θα συνεχίσει να υπάρχει και να μεταλλάσσεται έτσι ώστε να προσαρμόζεται στις καινούριες συνθήκες κάθε φορά. Είναι μέρος της νοημοσύνης του σύμπαντος αυτή η εξελικτική θεωρία, ή απλά εφαρμογή των κανόνων της φύσης. Όπως και να το δει κανείς, η φύση θα συνεχίσει να υπάρχει, με κάποια μορφή, ενώ δεν ισχύει το ίδιο και για το ανθρώπινο είδος, το οποίο θα πρέπει είτε να δημιουργήσει τα κατάλληλα χαρακτηριστικά, σε περιορισμένο χρονικό περιθώριο, για να προσαρμοστεί στις περιβαλλοντικές αλλαγές, είτε να σταματήσει να εξωθεί το οικοσύστημα από το σημείο ισορροπίας του. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες η φύση αποκτά διαφορετικά χαρακτηριστικά, κάτι που φαίνεται από το διαφορετικό περιβάλλον που επικρατεί σε κάθε πλανήτη, αλλά όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, δε μπορούν όλα αυτά τα διαφορετικά συστήματα να υποστηρίξουν οργανικές ενώσεις και επομένως ζωή.

Αυτό που καλούμαστε λοιπόν να προστατέψουμε ουσιαστικά, δεν είναι η φύση ως οικοσύστημα, αλλά τη θέση μας στο οικοσύστημα αυτό. Είναι δικό μας συμφέρον να διατηρήσουμε τις υπάρχουσες ισορροπίες, γιατί είναι αυτές που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα μας, σαν είδος, ενώ δε γνωρίζουμε αν θα έχουμε θέση σε ένα διαφορετικό φυσικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος, σαν νοήμον ον, οφείλει να αναγνωρίσει την ανάγκη αυτή και να επενδύσει στο μεσοπρόθεσμο συμφέρον του και όχι στο βραχυπρόθεσμο. Η κατασπατάληση των φυσικών πόρων γίνεται από τα κράτη με κίνητρο την πρόσκαιρη κυριαρχία του ενός επάνω στα άλλα. Κάτω από αυτό το πρίσμα, η μεταβολή του συστήματος είναι συνέπεια της ανταγωνιστικότητας των ανθρώπων, αφού η εκμετάλλευση του ξεπερνά κατά πολύ τα επίπεδα, που είναι αναγκαία για την διαβίωση του ανθρώπινου είδους, και ο ρυθμός της ξεπερνά κατά πολύ το ρυθμό αποκατάστασης του, κάτι που μας θέτει εκτός οικοσυστήματος με μαθηματική ακρίβεια. Ο άνθρωπος δηλαδή αποφασίζει βασιζόμενος σε μια πλασματική ασφάλεια, ότι δεν κινδυνεύει η βιωσιμότητα του, και προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα απέναντι στους ομοίους του. Αν αντιληφθούμε όμως ότι προκαλούμε αλλαγές, που θα είναι πέρα των δυνάμεων μας να αναστρέψουμε, οι οποίες ενδεχομένως να αποτελούν απειλή για το ανθρώπινο είδος, τότε ίσως αλλάξουμε οπτική γωνία και αρχίσουμε να συνεργαζόμαστε για τη λύση του περιβαλλοντικού προβλήματος, εφόσον μας αφορά άμεσα όλους. 

Η διατήρηση του οικοσυστήματος δεν είναι ατομικό πρόβλημα, ούτε καν εθνικό ή διεθνές. Είναι πανανθρώπινο. Το περιβάλλον είναι ενιαίο και λειτουργεί με όρους συγκοινωνούντων δοχείων. Μεταβολές που συμβαίνουν σε ένα κομμάτι του πλανήτη, διαχέονται και μεσοπρόθεσμα επηρεάζουν και τα υπόλοιπα. Η τρύπα του όζοντος προκαλεί κλιματική αλλαγή σε ολόκληρο τον πλανήτη, το λιώσιμο των πάγων ανεβάζει τη στάθμη της θάλασσας με αποτέλεσμα να διαλύονται θαλάσσια οικοσυστήματα και να μεταβάλλεται η τροφική αλυσίδα. Το κάθε κράτος δεν είναι σε ένα κλειστό σύστημα, που δεν επηρεάζεται και δεν επιδρά με τα γειτονικά. Οι συγκεντρώσεις του άνθρακα διαχέονται, το ίδιο η μόλυνση και η αύξηση της θερμοκρασίας. Αυτό καθιστά υπόλογους, όσους είναι σε θέση να παίρνουν αποφάσεις, όχι μόνο απέναντι στους πολίτες του κράτους τους, που επωμίζονται τα άμεσα αποτελέσματα, αλλά και τους πολίτες του κόσμου τους οποίους επηρεάζουν έμμεσα. Ο αέρας και το νερό μπορεί να μην έχουν ιδιοκτήτη και για αυτό μέχρι τώρα να μην είναι δεσμευτική η προστασία τους, αλλά έχουν δικαιούχους, που σημαίνει ότι αυτοί που τα ρυπαίνουν οφείλουν και να τα καθαρίζουν, ως υποχρέωση προς τους υπόλοιπους. Όταν τα αγαθά αυτά καταστρέφονται, περιορίζεται και το δικαίωμα μας στη χρήση τους, και κανείς δε θα έπρεπε να έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό.

Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν σκληρά μέτρα απέναντι σε όσους κακοδιαχειρίζονται το οικοσύστημα, γιατί το πρόβλημα που δημιουργούν είναι συνολικό. Είναι κρίσιμο να καταλάβουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα βρίσκεται στο ίδιο στρατόπεδο, όσον αφορά την καταπολέμηση του περιβαλλοντικού προβλήματος και έχουμε φτάσει στο σημείο καμπής όπου είναι επιτακτικό να αφήσουμε τις βραχυπρόθεσμες στρατηγικές γιατί μεσοπρόθεσμα το κόστος θα είναι τεράστιο και μη αντιστρέψιμο.

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Ελληνικά Ποιοτικά Φθηνά

Είναι πολύ σημαντικό για την οικονομική μεγέθυνση της χώρας, στην πορεία προς την έξοδο από την κρίση, να ενισχυθεί η ελληνική αγορά. Πρέπει να ανεβάσουμε τις εξαγωγές, για να φέρουμε  ξένο συνάλλαγμα, ενώ πρέπει να περιορίσουμε τις εισαγωγές, για να μην φεύγουν τα κεφάλαια από την Ελλάδα, αλλά να επενδύονται – καταναλώνονται στην εγχώρια αγορά, ενδυναμώνοντας την. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο πρέπει να ενισχύσουμε τα ελληνικά προϊόντα. Θέτοντας σαν στόχο την ανταγωνιστικότητα τους, απέναντι σε αντίστοιχα προϊόντα του εξωτερικού, πρέπει να δούμε πια είναι τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να τους δώσουν κάποιο συγκριτικό πλεονέκτημα, δίνοντας και κίνητρο στον καταναλωτή να τα προτιμήσει.

Η τιμή είναι το πρώτο κριτήριο, βάση του οποίου επιλέγουμε ανάμεσα σε προϊόντα που καλύπτουν  την ίδια ανάγκη. Πρέπει λοιπόν να βρούμε τρόπους για να ανεβάσουμε την παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, έτσι ώστε να επιτυγχάνουμε καλύτερο αποτέλεσμα χωρίς παράλληλη αύξηση του κόστους. Αυτό είναι εφικτό με καταρτισμένο και κατάλληλα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Πρέπει επίσης να στραφούμε σε μηχανισμούς αυτοματοποίησης οι οποίοι θα βοηθήσουν σε μαζική παραγωγή προϊόντων, χωρίς την αύξηση των λειτουργικών εξόδων, κάτι το οποίο θα οδηγήσει σε πτώση των τιμών. Ενώ θετικό αντίκτυπο θα έχουν και συμπράξεις και ενώσεις επιχειρήσεων αφού θα επιφέρουν περαιτέρω μείωση εξόδων, από τη μείωση των κτιριακών εγκαταστάσεων και της συντήρησης τους, θα αυξήσουν τα κεφάλαια επενδύσεων, κάτι που οδηγεί σε δραστηριότητες υψηλότερης ανάπτυξης, ενώ θα γίνουν πιο ανθεκτικές στην ανταγωνιστική διεθνή αγορά. Τέλος οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να επιτύχουν συγκριτικά χαμηλότερες  τιμές από εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία βαρύνονται με μεγάλα έξοδα μεταφοράς (λόγω μεγάλου όγκου ή μεγάλου βάρους), τουλάχιστον όσον αφορά την εγχώρια αγορά, αφού δεν θα έχουν ανάλογη επιβάρυνση και σε αυτά θα πρέπει να στοχεύουν.

Η ποιότητα είναι το δεύτερο κριτήριο, στο οποίο βασίζουμε την επιλογή μας για την κάλυψη των αναγκών μας. Είναι δύσκολο για τις ελληνικές επιχειρήσεις να έχουν ανταγωνιστικές τιμές σε όλα τα προϊόντα, και αυτό έχει να κάνει με το εργασιακό καθεστώς που επικρατεί σε άλλες χώρες. Οι πολύ χαμηλοί μισθοί, των χωρών αυτών, έχουν σαν αποτέλεσμα φθηνά εργατικά χέρια, κάτι που ρίχνει το κόστος των προϊόντων. Όταν λοιπόν δε μπορούμε να ανταγωνιστούμε τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων, στοχεύουμε στην ποιότητα. Με βελτίωση της ποιότητας αυξάνεται και η αξία του αγαθού που παρέχουμε, οπότε τελικά ο καταναλωτής προτιμά το ποιοτικό προϊόν βάση της συνάρτησης κόστους οφέλους, αφού μπορεί να είναι αυξημένο το κόστος του, αλλά η αξία του είναι πολλαπλάσια. Αυτό επιτυγχάνεται με την βελτίωση της τεχνογνωσίας, την επιλογή ποιοτικών πρώτων υλών, αλλά και επένδυση περισσότερων πόρων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση. Πρέπει λοιπόν να διαχωρίσουμε τα προϊόντα τα οποία δε μπορούμε να ανταγωνιστούμε στην τιμή και να καλύψουμε το μειονέκτημα αυτό, με βελτίωση της ποιότητας.

Τέλος ένα ακόμα κριτήριο βάση του οποίου θα πρέπει ο καταναλωτής να επιλέγει προϊόντα είναι το μεσοπρόθεσμο κέρδος του. Αν μπορούν δύο αγαθά να καλύψουν την ίδια ανάγκη το ίδιο καλά, και οι τιμές τους είναι συγκρίσιμες, τότε υπάρχει σαφές όφελος να επιλέξουμε το ελληνικό προϊόν, που ενισχύει την εγχώρια οικονομία. Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα δημιουργούν θέσεις εργασίας, κάνουν επενδύσεις κινώντας κεφάλαια μέσα στην ελληνική αγορά, ενώ συμβάλουν στην αύξηση της παραγωγικότητας της χώρας. Ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούν και τα ποσοστά από τα κέρδη που επανεπενδύουν είναι ευθεία συνάρτηση της ζήτησης των προϊόντων τους. Αυτό σημαίνει ότι σαν καταναλωτές, δείχνοντας μια προτίμηση στα ελληνικά προϊόντα, βοηθάμε στην ανόρθωση της ελληνικής οικονομίας και κατ’ επέκταση και του βιοτικού μας επιπέδου. Είναι λοιπόν πολύ χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι όλα τα προϊόντα, των οποίων το bar-code ξεκινάει με 520 είναι ελληνικά! Ενώ επιπλέον καλό θα είναι να αφιερώσουμε λίγο από το χρόνο μας για να δούμε πια από τα εισαγόμενα προϊόντα που επιλέγουμε (πχ. γαλακτοκομικά, τσιγάρα, κρασιά, χαρτικά, εκπαίδευση, ταξίδια) δε θα μας ενοχλούσε να τα αλλάξουμε με αντίστοιχα ελληνικά.

Οι επιλογές που κάνουμε καθημερινά, μπορούν να επηρεάσουν και την πορεία της χώρας. Το σύνολο των μεμονωμένων πολιτών, που αναγνωρίζουν τον κοινό στόχο και υιοθετούν κοινές πρακτικές, είναι αυτό που αποτελεί το κράτος. Μπορούμε να κάνουμε τη διαφορά αλλάζοντας τον προορισμό ενός ταξιδιού, από το εξωτερικό στο εσωτερικό, ή απλά αλλάζοντας μάρκα τσιγάρα. Μπορεί να φαίνεται μικρό, αλλά αν το υιοθετήσουμε όλοι θα έχει τεράστια αποτελέσματα. Επιμένουμε ελληνικά, ποιοτικά και φθηνά.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ανάλυση Οικονομικής Επικαιρότητας στην Ελλάδα


Το παρόν άρθρο έχει στόχο να εξηγήσει τόσο τα αίτια της παρούσας κατάστασης στην ελληνική οικονομία όσο και τα αποτελέσματα που έχουν οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί, όπως και να κάνει κάποιες προτάσεις.  Σκοπός μας δεν είναι να κρίνουμε ούτε θετικά ούτε αρνητικά τις εξελίξεις παρά μόνο να τις εξηγήσουμε, όπως επίσης θεωρούμε ότι προτεραιότητα αυτή τη στιγμή έχει η έξοδος από την κρίση και όχι η απόδοση ευθυνών. Είναι πολύ σημαντικό να δημιουργηθεί μία κοινωνική συνείδηση, και ίσως σε κάποιο βαθμό μια συναίνεση, για τις εξελίξεις και εφόσον ο καθένας θα αποκτήσει προσωπική εικόνα για το κατά πόσο βοηθάει μια απόφαση ή όχι θα είναι σε θέση να κρίνει πιο αποτελεσματικά.

Θεμελιώδους σημασίας είναι να καταλάβουμε αν η Ελλάδα επιθυμεί την πτώχευση και αν οδηγείται προς τα εκεί με τις αποφάσεις της. Αν είχαμε αποφασίσει να προχωρήσουμε σε χρεοκοπία τότε δε θα χρειαζόταν να πάρουμε μέτρα γιατί απλούστατα το χρέος μας θα είχε παραγραφεί, παρόλα αυτά θα είχαμε εισέλθει σε περίοδο βαθύτερης κρίσης εφόσον δε θα είχαμε αξιοπιστία. Οι επενδυτές που μας είχαν δανείσει τα λεφτά τους θα έβλεπαν ότι τα χάνουν οριστικά και όπως είναι φυσικό δε θα ήταν εύκολο να αποφασίσουν να επενδύσουν ξανά στην Ελλάδα, όπως και οι υπόλοιποι, από τη στιγμή που θα ήμασταν επισφαλής επένδυση, σίγουρα λοιπόν δεν θα ήταν προς το συμφέρον μας, ούτε και προς το συμφέρον των δανειστών μας. Έχει συμφέρον η ΕΕ ή το ΔΝΤ να χρεοκοπήσει η Ελλάδα; Αν υπήρχε τέτοιο συμφέρον τότε δε θα μας έδιναν οικονομική βοήθεια και η χρεοκοπία μας θα ήταν σίγουρη, ενώ παράλληλα ρισκάρουν να χάσουν το ποσό της βοήθειας που διέθεσαν σε ενδεχόμενη πτώχευση στην παρούσα φάση. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι δεν ποντάρει καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές στην χρεοκοπία της Ελλάδος. Αυτό δε σημαίνει πως η Ελλάδα δε θα χρεοκοπήσει, αλλά ότι υπάρχει η θέληση να σωθεί. Σε ενδεχόμενη απόφαση να προχωρήσουμε σε πτώχευση, θα είχαμε βρεθεί αντιμέτωποι με έξοδο από την ΟΝΕ και πολλαπλή υποτίμηση του νομίσματος, αλλά και δυσπιστία από τις διεθνείς αγορές, αφού οι μέχρι τώρα δανειστές μας θα αντιλαμβάνονταν ότι δεν προσπαθούμε να διασφαλίσουμε την αποπληρωμή των κεφαλαίων τους. Είναι αλήθεια ότι αρκετοί είχαν επενδύσει στην χρεοκοπία της Ελλάδας γιατί φαινόταν πιθανή, και κάποιοι από αυτούς ήταν μέσα στους δανειστές της, στην προσπάθεια τους να αντισταθμίσουν τις απώλειες από την ενδεχόμενη χρεοκοπία της. Αλλά με την πάροδο του χρόνου και με τη διασφάλιση ότι η Ελλάδα θα έχει πόρους, μέσω του πακέτου στήριξης, η χρεοκοπία απομακρύνεται σαν ενδεχόμενο και αρχίζει η στήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας (επενδύσεις από τα Εμιράτα και Κίνα). Όσο η Ελλάδα είναι αξιόπιστη, η διαχείριση του χρέους διευκολύνεται, γιατί είναι σε θέση να δανείζεται με χαμηλότερα επιτόκια και οι δανειστές της αισθάνονται πιο ασφαλείς σχετικά με τη δυνατότητα της να αποπληρώσει το χρέος της, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι η μείωση των επιτοκίων θα λάβει χώρα άμεσα παρά το γεγονός ότι τα μέτρα θα φέρουν αποτέλεσμα μεσοπρόθεσμα, γιατί η ικανότητα μας να δανειζόμαστε εξαρτάται από την αντίληψη των αγορών για το αν θα είμαστε σε θέση να αποπληρώσουμε το χρέος μας στο μέλλον. Τα δημοσιεύματα που ανακυκλώνονται και η φημολογία που διασπείρεται για πτώχευση θα δημιουργηθεί αστάθεια στη ζώνη του ευρώ και να πέσει το ενιαίο νόμισμα έναντι του δολαρίου, κάτι που θα αυξήσει τις εξαγωγές των χωρών της ΟΝΕ οι οποίες έχουν πληγεί από την πολύ υψηλή ισοτιμία που έχει σαν αποτέλεσμα τα αμερικανικά προϊόντα να είναι πιο φτηνά στην Ευρώπη και τα ευρωπαϊκά πιο ακριβά στην Αμερική. Εξ ου και η κατηγορία από την ΕΕ και την Κίνα προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ότι ‘’παίζει το παιχνίδι του φθηνού δολαρίου’’, εξ ου και η ένταση μεταξύ του έλληνα πρωθυπουργού και της γερμανίδας καγκελάριου, η οποία θεωρήθηκε ότι εξυπηρετεί γερμανικά συμφέροντα εις βάρος της ελληνικής οικονομίας και της ευρωπαϊκής σταθερότητας.

Βρισκόμαστε σε μια άτυπη διαδικασία συνεχούς υποτίμησης του νομίσματος, και από τη στιγμή που δεν βγαίνουμε από τη ζώνη του ευρώ η υποτίμηση αυτή γίνεται μέσω περιορισμού της αγοραστικής δύναμης των πολιτών, είτε άμεσα μέσω περικοπής επιδομάτων, μισθών και συντάξεων, επιφέροντας ταυτόχρονη μείωση δαπανών για το κράτος, είτε έμμεσα μέσω αύξησης της φορολογίας και του ΦΠΑ, επιφέροντας ταυτόχρονα αύξηση εσόδων. Το πόσο θα υποτιμηθεί το νόμισμα – θα περιοριστεί η αγοραστική μας δυνατότητα, είναι άμεση συνάρτηση της συμπεριφοράς μας σαν κράτος και σαν μονάδες ξεχωριστά. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι η Ελλάδα είναι το σύνολο και όχι μόνο η κυβέρνηση, ενώ ο τρόπος που λειτουργεί ο καθένας από μας συμβάλει θετικά ή αρνητικά ανάλογα με τις επιλογές του. Δεν είναι αυτοσκοπός η αποπληρωμή του χρέους, αλλά το να διαμορφώσουμε μια νοοτροπία που θα μας επιφέρει ανάπτυξη και ευημερία για να εξασφαλίσουμε ότι δε θα είμαστε στην ίδια θέση στο μέλλον. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε αυτή τη στιγμή είναι εθνικό και έτσι πρέπει να αντιμετωπιστεί πρέπει ο καθένας να επωμιστεί ένα μέρος του προβλήματος ανάλογα με αυτό που μπορεί να αντέξει.
 
Πρέπει επίσης να αποσαφηνίσουμε τι είναι το έλλειμμα και το χρέος σαν φυσικά μεγέθη, πως αυτά αλληλοεξαρτώνται και τι επίδραση έχουν στην ελληνική οικονομία. Κάθε χρόνο η κυβέρνηση έχει έσοδα και δαπάνες, αν οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα τότε δημιουργείται έλλειμμα και πρέπει να προχωρήσουμε σε δανεισμό. Με αυτό τον τρόπο δημιουργείτε το χρέος το οποίο συσσωρεύεται με τα χρόνια κατά τα οποία λειτουργούσαμε σημειώνοντας έλλειμμα. Βλέπουμε λοιπόν ότι η σχέση των δύο μεγεθών είναι αμφίδρομη εφόσον το έλλειμμα σε ένα δεδομένο έτος αυξάνει το χρέος που έχει συσσωρευτεί, ενώ το συσσωρευμένο χρέος αυξάνει το έλλειμμα του τρέχοντος έτους αφού οι πληρωμές των τόκων μπαίνουν στον τρέχοντα προϋπολογισμό. Όταν μια χώρα δανείζεται από το εξωτερικό καταναλώνει περισσότερα από ότι παράγει. Στην Ελλάδα λοιπόν, οι Έλληνες πολίτες κατανάλωναν αγαθά με τα χρήματα που δανειζόταν η κυβέρνηση από το εξωτερικό και στο σύνολο της η Ελλάδα κατανάλωνε περισσότερο από ότι παρήγαγε. Αυτός είναι και ο λόγος που υπήρχαν οι αντιδράσεις των ξένων κρατών που κλήθηκαν να συνεισφέρουν για το πακέτο στήριξης της Ελλάδος, αφού έπρεπε να περιορίσουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους επειδή οι Έλληνες υιοθέτησαν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που μπορούσαν να υποστηρίξουν. Το πρόβλημα που καλούμαστε να λύσουμε αυτή τη στιγμή είναι συσσωρευμένο πρόβλημα πολλών χρόνων, κατά τα οποία ,παρόλο που αναγνωρίζαμε την κατάσταση, την κρύβαμε κάτω από το χαλί, ενώ αντιδρούμε τώρα που ήρθε αναπόφευκτα η ώρα να την αντιμετωπίσουμε γιατί επωμιζόμαστε και το βάρος παλαιότερων γενεών, αλλά και γιατί θα πρέπει να ρίξουμε το βιοτικό μας επίπεδο στα επίπεδα παραγωγής πλούτου της χώρας, αλλά και χαμηλότερα ακόμα, για να μπορέσουμε να αποπληρώσουμε το χρέος. 

Είναι σημαντικό να αποπληρώσουμε το χρέος έτσι ώστε να σταματήσουμε να διαθέτουμε πόρους της χώρας για την αποπληρωμή των όλο και αυξανόμενων τόκων. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούμε να διαθέσουμε περισσότερους πόρους για εσωτερική κατανάλωση. Η αποπληρωμή όμως του χρέους προϋποθέτει αρχικά τη μείωση του ελλείμματος, και ουσιαστικά την δημιουργία, σταδιακά, πλεονάσματος. Αν το πλεόνασμα υπερβεί τις πληρωμές των τόκων του χρέους το χρέος θα μειωθεί. Πρέπει επίσης να πούμε ότι σημαντικό δεν είναι το χρέος αυτό καθεαυτό, αλλά το χρέος αναλογικά με το ΑΕΠ και αυτό γιατί ανάλογα με το πόσο παράγει μια χώρα και τα έσοδα της, είναι και πιο εύκολο ή πιο δύσκολο να ξεχρεώσει. Το τρέχον πρόβλημα της Ελλάδος είναι ο συνδυασμός υψηλού χρέους, μεγάλου ελλείμματος και χαμηλής παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Το γεγονός αυτό καθιστά την Ελλάδα ανήμπορη να δανειστεί από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά μόνο με πολύ υψηλά επιτόκια. Οι αγορές δεν έχουν συνωμοτήσει κατά της Ελλάδας, απλά αντανακλούν την οικονομική πραγματικότητα, προστατεύοντας παράλληλα και τα συμφέροντα όσων έχουν δανείσει τις αποταμιεύσεις τους σε μας. Οι μεταρρυθμίσεις – μνημόνιο,  στις οποίες συμφώνησε η Ελλάδα με τους δανειστές της, είναι μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η ΕΕ και το ΔΝΤ ότι θα πάρουν τα χρήματα τους πίσω, ενώ υπάρχει τόσο στενή εποπτεία γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε δώσει ψευδή στοιχεία για τη δημοσιονομική μας κατάσταση και δεν υπάρχει η απαιτούμενη εμπιστοσύνη. Το ΔΝΤ μας δάνεισε χρήματα με επιτόκιο πολύ χαμηλότερο από αυτό των αγορών και έθεσε τους όρους που διασφαλίζουν ότι θα τα πάρει πίσω. Η δαιμονοποίηση του γίνεται αφενός για να δείξει η κυβέρνηση ότι δεν είναι δική της βούληση τα νέα μέτρα, με σκοπό να μετριάσει το πολιτικό κόστος, και αφετέρου γιατί το συνδυάζουμε πάντα με δύσκολες οικονομικές συνθήκες και λιτότητα, αφού σε τέτοιες περιπτώσεις μόνο απευθυνόμαστε για βοήθεια. Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες συμφώνησε η Ελλάδα με τους δανειστές της έχουν σχετικά άμεσο ορίζοντα μέσα στον οποίο πρέπει να αποδώσουν αποτελέσματα και καμιά από αυτές δεν αφορά την παιδεία ή τη βασική έρευνα, δύο θεμέλιων λίθων της ανάπτυξης μιας χώρας, που τα αποτελέσματα τους φαίνονται σε βάθος χρόνου. Αυτό είναι φυσικό αφού η εκ βάθρων μακροχρόνια μεταρρύθμιση της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελεί αρμοδιότητα της ΕΕ και του ΔΝΤ αλλά των ίδιων των Ελλήνων, και αυτό ενισχύει και την άποψη ότι το μνημόνιο είναι απλώς η διασφάλιση των δανειστών μας ότι θα πάρουν τα χρήματα τους. 

Για να ανταπεξέλθουμε στην περίσταση οφείλουμε να βελτιώσουμε τα δημόσια οικονομικά και να ανεβάσουμε την παραγωγικότητα μας. Το μεγαλύτερο μέρος των μέτρων μέχρι στιγμής αποσκοπούν στην βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, αλλά θα πρέπει να υπάρξουν μέτρα που θα προωθούν την ανάπτυξη και την επιχειρηματικότητα. Πρέπει σαν κράτος να αποκτήσουμε στρατηγικό σχεδιασμό προώθησης τομέων όπου έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως η φιλοσοφία, η ιστορία, τα τουριστικά επαγγέλματα, η αρχαιολογία και η ναυσιπλοΐα και να τους εκμεταλλευτούμε. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να εξάγουμε γνώση δημιουργώντας ξενόγλωσσα τμήματα εκπαίδευσης, να αυξήσουμε τις καθαρές εξαγωγές ελληνικών προϊόντων, να εκμεταλλευτούμε την τεχνολογική ανισσοροπία που έχουμε με τις γείτονες χώρες για να εξάγουμε τεχνογνωσία, ενώ θα πρέπει να γίνουν κρατικές επιχορηγήσεις σε βασική έρευνα, για να βρουν επιχειρήσεις υπόβαθρο να επενδύσουν σε εφαρμοσμένη. Θα πρέπει το εκπαιδευτικό μας σύστημα να προσανατολίζει στην δημιουργικότητα, να προωθεί τις καινοτόμες ιδέες και την κριτική σκέψη, ενώ πρέπει να δίνει κίνητρα στους έλληνες επιστήμονες να μένουν στην Ελλάδα αντί να τους αποθαρρύνει.

Για την βελτίωση των δημόσιων οικονομικών χρειάζεται ο περιορισμός των δαπανών, αλλά και η αύξηση των εσόδων. Οι κυβερνητικές δαπάνες είναι συγκρίσιμες με το μέσο όρο της ΕΕ αλλά τα έσοδα βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο λόγο φοροδιαφυγής. Εξαιτίας αυτής, η κυβέρνηση αδυνατεί να παρέχει κρατικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, ενώ το φορολογικό σύστημα παρουσιάζει ανισότητες ανάμεσα σε αυτούς που φοροδιαφεύγουν και σε αυτούς που πληρώνουν φόρους για όλους. Βασικός στόχος του φορολογικού συστήματος είναι η αναδιανομή του εισοδήματος από τους πλούσιους στους πιο φτωχούς,  μέσω συλλογής υψηλότερων φόρων από τα μεγαλύτερα εισοδήματα και τη χρήση των εσόδων αυτών για την παροχή δημόσιων αγαθών που εξυπηρετούν εξίσου τους πλούσιους και τους φτωχούς. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε και το φορολογικό νομοσχέδιο, το οποίο έβαλε φόρους σε είδη πολυτελείας και αύξησε τους συντελεστές στα υψηλά εισοδήματα ενώ αύξησε και το αφορολόγητο όριο, ευνοώντας τα χαμηλά. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι με την έγκριση του προϋπολογισμού, το κράτος έχει ανάγκη από ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για να καλύψει τις δαπάνες του. Με το να φοροδιαφεύγουμε δεν γλιτώνουμε χρήματα γιατί το απαιτούμενο ποσό συνεχίζει να υπάρχει, απλά μετακυλύουμε το κόστος που θα είχαμε, πληρώνοντας τους φόρους μας, περιορίζοντας την αγοραστική μας δύναμης μέσω ενδεχόμενων περικοπών αλλά και αύξησης στις τιμές των προϊόντων. Πρέπει να καταλάβουμε ότι όλα λειτουργούν σαν αλυσίδα και αν το κράτος δεν έχει έσοδα από την φορολόγηση θα αναγκαστεί  να τα βρει με άλλους τρόπους. Οπότε το μόνο που καταφέρνουμε είναι να κατανέμουμε το βάρος άνισα προς τους συνανθρώπους μας να υπονομεύουμε τις δημόσιες παροχές και να δυσχεραίνουμε τη θέση όλων. 

Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει όταν δεν ζητάμε αποδείξεις για τα αγαθά που καταναλώνουμε. Στην τιμή που πληρώνουμε περιλαμβάνεται και φόρος ο οποίος πηγαίνει στο κράτος για την βελτίωση των παροχών του, αυτό σημαίνει ότι ο εκάστοτε επιχειρηματίας έκανε ανατίμηση στα αγαθά που παρέχει για να συμπεριλάβει και την αύξηση στο ΦΠΑ. Όταν δεν ζητάμε αποδείξεις πληρώνουμε υψηλότερες τιμές, χωρίς να βοηθάμε στην επίλυση του προβλήματος, και χωρίς ταυτόχρονα να υπάρχει ανταποδοτικότητα, αφού τα λεφτά δεν πάνε στο κράτος, για να μας τα επιστρέψει μέσω παροχών, αλλά στον επιχειρηματία. Το κράτος συνεχίζει να έχει έλλειμμα και έχουμε νέες ανατιμήσεις μέχρι να καλυφθεί. Η συλλογή αποδείξεων και η κατάθεση τους μαζί με τη φορολογική δήλωση δε θα είχε λόγο ύπαρξης, αν αναγνωρίζαμε την ανάγκη να τις ζητάμε χωρίς κίνητρο, ενώ θα είχαμε ταυτόχρονα χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και αύξηση της ποιότητας των κρατικών παροχών. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η καταβολή των φόρων, άμεσων και έμμεσων, δεν γίνεται για τιμωρία αλλά για την κάλυψη των δαπανών του κράτους και την μείωση του χρέους. Όταν αποφεύγουμε την καταβολή τους απλά προκαλούμε νέες ανατιμήσεις ενώ υπονομεύουμε τις δημόσιες παροχές. Η φοροδιαφυγή δε θα έπρεπε να εκλαμβάνεται ως χτύπημα κατά της κυβερνητικής εξουσίας αλλά ως χτύπημα κατά του κοινωνικού συνόλου και της κοινωνικής συνοχής. Πρακτικά λοιπόν χρειάζεται ένα σύστημα διασταύρωσης των αποδείξεων και των φορολογικών δηλώσεων το οποίο να λειτουργεί αυτόματα και να έχει εφαρμογή παντού, αλλά ουσιαστικά πρέπει ο πολίτης της χώρας να βιώσει την ανταποδοτικότητα των φόρων που πληρώνει σε παροχές και ποιοτικές κρατικές υπηρεσίες. Έτσι μόνο σταδιακά θα σημειώσει μια μεταστροφή στην νοοτροπία του και θα θεωρεί αυτονόητο ότι θα καταβάλει τους άμεσους και έμμεσους φόρους του. Στην παρούσα φάση όμως που το επίπεδο παροχών είναι τόσο χαμηλό και υπάρχει γενική ατιμωρησία, ο πολίτης δεν αισθάνεται την ανάγκη να συμβάλει στο κοινό συμφέρον. Είναι γενικά σκέψη ανώτερου επιπέδου να καταλάβουμε ότι το προσωπικό μας συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα μέσα από το κοινό συμφέρον, ειδικά σε τέτοιες περιστάσεις αυξημένης πολυπλοκότητας όπου οι επιπτώσεις των πράξεων μας δεν είναι μονοδιάστατες αλλά έχουν και παράπλευρες παρενέργειες που επιστρέφουν πίσω σε μας.

Για να έχουμε βελτίωση όμως των κρατικών παροχών και ανταποδοτικότητα του φορολογικού συστήματος προς τους πολίτες, πρέπει να καταπολεμηθεί η διαφθορά και παράλληλα να ανέβει η παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Η διαφθορά όμως είναι δύσκολο να αντιμετωπισθεί εφόσον ο πολίτης έχει βιώσει μακρές περιόδους αναξιοκρατίας και αδιαφάνειας, στις οποίες μάλιστα εμπλέκονταν και κυβερνητικά στελέχη, και επιπροσθέτως αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει γενική ατιμωρησία. Ο συνδυασμός των δύο έχει οδηγήσει στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος, η οποία αποτυπώθηκε και στα ποσοστά της αποχής των δημοτικών εκλογών, και αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε εφόσον δεν υπάρχει η εμπιστοσύνη ότι μια κυβέρνηση μπορεί να φέρει τη λύση, δεν υπάρχει συναίνεση στις δύσκολες αποφάσεις που πρέπει να παρθούν και δεν προκύπτει κοινωνική συνοχή. Είναι σημαντικό λοιπόν η κυβέρνηση να καταφέρει έμπρακτα να αποδείξει στη συνείδηση του καθενός, ότι αποποιείται πρακτικές που λειτουργούν σε βάρος του μέσου πολίτη. Συγκεκριμένα απαιτείται η ίση αντιμετώπιση όλων απέναντι στη δικαιοσύνη, η θέσπιση πιο αυστηρών ποινών στις οποίες να εκπίπτουν όλοι, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, αξιώματος, φύλου ή καταγωγής από τη στιγμή που είναι έλληνες πολίτες, ο εκμοντερνισμός των λογιστικών πρακτικών, η απλοποίηση του θεσμικού πλαισίου και θέσπιση απρόσωπων συναλλαγών όσον αφορά τις συναλλαγές κράτους πολιτών. Η τροποποίηση - κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών θεωρείται απαραίτητη.

Για την βελτίωση της παραγωγικότητας του δημοσίου, η Ελλάδα δε χρειάζεται να αυξήσει τις δαπάνες της, εφόσον ήδη οι δαπάνες της είναι στα επίπεδα των υπόλοιπων χωρών της ΕΕ. Αυτό που χρειάζεται είναι να δαπανώνται οι ίδιοι πόροι αλλά πιο αποτελεσματικά. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει κατά κύριο λόγο να καλυφθούν θέσεις στις οποίες αντιμετωπίζουμε έλλειψη προσωπικού με δυναμικό από πλεονάζοντες οργανισμούς. Οι εσωτερικές μετατάξεις στο δημόσιο μπορούν να επιφέρουν καλύτερη απόδοση, ενώ τα επιδόματα θα πρέπει να είναι σεβαστά, όχι όμως υπό τη μορφή πάγιας καταβολής αλλά ως επιβράβευση. Οι υπάλληλοι πρέπει να έχουν ως κίνητρο τις υψηλότερες αποδοχές και τις καλύτερες δυνατότητες προαγωγής για να ανεβάσουν την απόδοση τους, ειδικά σε περιβάλλον μονιμότητας όπως του ελληνικού δημοσίου. Όπως πρέπει να υπάρχει η επιβράβευση στους υπαλλήλους που είναι παραγωγικοί, με τον ίδιο τρόπο πρέπει να υπάρχουν και πρόστιμα σε αυτούς που δεν καταφέρνουν να εκτελέσουν ούτε τα βασικά τους καθήκοντα επί μονίμου βάσεως. Είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας ένα σύστημα που να παρέχει την ίδια ποιότητα περίθαλψης και εκπαίδευσης σε όλες τις εισοδηματικές ομάδες αναγνωρίζοντας την ανάγκη στήριξης των λιγότερο εύπορων. Σε περίπτωση που πετυχαίναμε κάτι τέτοιο θα αυξάναμε δραματικά την αγοραστική ικανότητα των μέσων και χαμηλών εισοδημάτων, εφόσον δε θα υπήρχε η ανάγκη, για επιτακτικά μέχρι τώρα, έξοδα όπως τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και τα ιδιωτικά νοσοκομεία στα οποία αναλώνεται μεγάλο μέρος του ετήσιου εισοδήματος. Τα ολοήμερα σχολεία αλλά και η αύξηση των εφημερευόντων νοσοκομείων κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και η αξιολόγηση των ιδρυμάτων αυτών, αφού αναγνωρίζονται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και μπορούμε να δώσουμε στοχευμένα βοήθεια σε αυτά που έχουν μεγαλύτερες ανάγκες, ώστε να τα φέρουμε στο ίδιο επίπεδο.

Σημαντικό είναι και το πρόβλημα βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος το οποίο έχει γίνει πολύ έντονο τα τελευταία χρόνια λόγω του συνδυασμού δύο δημογραφικών παραγόντων: το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται ενώ η πληθυσμιακή αύξηση μειώνεται. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα σε κάθε συνταξιούχο να αντιστοιχούν λιγότεροι εργαζόμενοι. Το σύστημα αφενός δεν ήταν κατάλληλα διαμορφωμένο ώστε να αντιμετωπίσει τη γήρανση του πληθυσμού και αφετέρου υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία με τεράστια ελλείμματα λόγο κακοδιαχείρισης και επισφαλών επενδύσεων τους, τα οποία επιδιώκεται να καλυφθούν μέσω συγχώνευσης τους με άλλα που είναι υγιή και πλεονασματικά. Είναι δίκαιο σε μια κοινωνία να έχουν όλοι το ίδιο δικαίωμα στην ασφάλιση και να μην υπάρχουν ασφαλιστικά ταμεία πολλών ταχυτήτων, από τη στιγμή όμως που και οι εισφορές των ασφαλισμένων θα είναι της ίδιας τάξης. Το ασφαλιστικό σύστημα το οποίο εφαρμοζόταν, προέβλεπε συντάξεις με συγκεκριμένα χρόνια δουλειάς, ενώ είχε υπολογιστεί η καταβολή σύνταξης για το μέσο χρόνο ζωής που ίσχυε την εποχή που ψηφίστηκε. Από τότε όμως, οι νέοι βγαίνουν στην αγορά εργασίας αργότερα, λόγω μεγαλύτερης βαρύτητας στις σπουδές, ενώ το προσδόκιμο ζωής έχει ανεβεί. Αυτό σημαίνει πως πληρώνουμε εισφορές λιγότερα χρόνια, για να παίρνουμε σύνταξη για περισσότερα. Για να μπορέσει αυτό το σύστημα να λειτουργήσει, χωρίς να δημιουργεί επιπρόσθετο έλλειμμα ήταν απαραίτητη η αναπροσαρμογή των ορίων. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και το ασφαλιστικό το οποίο ψηφίστηκε, ενώ είναι κοινωνικά δίκαιο οι μεταβολές που έγιναν στις συντάξεις να είναι κλιμακωτές, με μικρές αυξήσεις στις χαμηλότερες και κλιμακωτή μείωση στις υψηλότερες συντάξεις (πάνω από 1400 και 4000 ευρώ). Αυτό που οφείλει να κάνει το κράτος είναι να θεσπίσει, και συνταγματικά ακόμα, ένα κατώτατο βιοτικό επίπεδο, το οποίο να εγγυάται μια αξιοπρεπή διαβίωση, και να το διασφαλίσει για όλους τους πολίτες της χώρας.
 
Όπως αναφέραμε και πιο πάνω δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη όσο υπάρχουν επισφαλή χρέη, αλλά ο περιορισμός του χρέους δεν είναι αρκετός. Το κράτος πρέπει να παρέχει ένα σταθερό θεσμικό πλαίσιο το οποίο να προάγει τον ανταγωνισμό, τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Πρέπει μικρές και νέες επιχειρήσεις να στηρίζονται, όπως πρέπει να δίνονται κίνητρα στις επιχειρήσεις αυτές να κάνουν συγχωνεύσεις και συμπράξεις έτσι ώστε να μειώνουν τα λειτουργικά τους έξοδα, να αυξάνουν τα κεφάλαια τους και να μπορέσουν να αντέξουν τον ανταγωνισμό. Είναι απαραίτητο να καταργηθούν οι ρυθμίσεις που απαγορεύουν την είσοδο σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους όπως και τα κλειστά επαγγέλματα πρέπει να απελευθερωθούν. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα να πέσουν οι τιμές αφού θα μεγαλώσει ο ανταγωνισμός. Δεν είναι λογικό το ρυθμιστικό πλαίσιο να εμποδίζει την είσοδο στις επιχειρήσεις και να απελευθερώνεται μόνο η ικανότητα αύξησης των τιμών. Η μόνη λύση για να συνεχίσουν κάποια επαγγέλματα να είναι κλειστά είναι να μπει όριο στις τιμές από το κράτος, με σταθερό ποσοστό κέρδους επί του κόστους, ειδάλλως κλειστά επαγγέλματα μπορούν να θεσπίζουν συνολικά αυξημένες τιμές και ο καταναλωτής να υποχρεώνεται να τις πληρώνει. Μπορούν δηλαδή να λειτουργούν μονοπωλιακά. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν με μονοπωλιακές πρακτικές  πρέπει να διώκονται από την Επιτροπή Ανταγωνισμού χωρίς διακρίσεις, ενώ πρέπει να επιδιώκεται η εφαρμογή της νομοθεσίας με διαφάνεια και συνέπεια.

Αναγκαίο κρίνεται επίσης να αναφερθούμε στην αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου απολύσεων. Το συγκεκριμένο μέτρο ενέχει μεγάλο πολιτικό κόστος, και για αυτό το λόγο έρχεται στο προσκήνιο μόνο σε περιπτώσεις όπου η οικονομία αντιμετωπίζει δύσκολες συνθήκες, και βραχυπρόθεσμα, τα αποτελέσματα του μέτρου αυτού είναι αρνητικά για τους εργαζόμενους, αφού οι επιχειρήσεις, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στην μείωση της ζήτησης, οπότε και της παραγωγής, επιζητούν τρόπους να ελαττώσουν τα λειτουργικά τους έξοδα. Πράγματι μια επιχείρηση που δεν μπορεί να μειώσει δραστικά το εργατικό δυναμικό της σε περίοδο ύφεσης αντιμετωπίζει υψηλό κόστος και πιθανόν ακόμη και χρεοκοπία. Η διευκόλυνση των απολύσεων μπορεί να αποτρέψει τη χρεοκοπία και ως εκ τούτου να επιτρέψει τουλάχιστον σε κάποιους εργαζόμενους να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους. Το βασικότερο όμως είναι ότι η επιχείρηση θα είναι πιο πρόθυμη να προβεί σε αύξηση των προσλήψεων όταν γίνει κερδοφόρος διότι γνωρίζει ότι θα μπορέσει να μειώσει το εργατικό δυναμικό της σε περίοδο ύφεσης. Επιπροσθέτως ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο θα δελεάσει επιχειρήσεις από το εξωτερικό ενώ δίνει κίνητρα σε νέους επιχειρηματίες. Επίσης η μείωση του κατώτατου μισθού για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, είναι ένα μέτρο που θα βοηθήσει τους νέους, που δεν έχουν επαγγελματική εμπειρία, αφού δίνει κίνητρο σε μια επιχείρηση να προσλάβει έναν απόφοιτο με χαμηλότερο κόστος προκειμένου να τον εκπαιδεύσει. Όπως είναι φυσικό όταν μια επιχείρηση δαπανά πόρους και χρόνο για να εκπαιδεύσει έναν εργαζόμενο δεν προτίθεται να τον απολύσει, οπότε και μετά το πέρας του ορίου ηλικίας ο εργαζόμενος δεν απειλείται να χάσει τη θέση εργασίας από κάποιον νεότερο. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι στην αγορά εργασίας μεγαλύτερη αξία έχει η προϋπηρεσία και μετά η εκπαίδευση. Ένα μορφωμένο εργατικό δυναμικό βοηθάει στην ανταγωνιστικότητα, αφού αυξάνει την παραγωγικότητα των υπαρχουσών επιχειρήσεων αλλά προσελκύει και νέες, ενώ είναι προαπαιτούμενο για την δημιουργία επιχειρήσεων σε δραστηριότητες υψηλής ανάπτυξης, όπως είναι οι προηγμένες τεχνολογίες. Πρέπει λοιπόν εθνικά να προσανατολιστούμε σε υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης, δίνοντας περισσότερες υποτροφίες, αλλά και θεωρώντας πλέον τις μεταπτυχιακές σπουδές ως βασικό αγαθό, καθιστώντας τες δωρεάν. Υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο για τον εργαζόμενο συνεπάγεται υψηλότερη παραγωγικότητα, μεγαλύτερη σπανιότητα, μεγαλύτερη εργασιακή ασφάλεια, αλλά και μεγαλύτερες απολαβές. Πρέπει σαν κράτος να δημιουργήσουμε τις συνθήκες και τα κίνητρα για τους έλληνες επιστήμονες αλλά και το εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό για να μείνει στην Ελλάδα. Η αξιοποίηση τους είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας.

Πρέπει επίσης να καταφέρουμε να εντάξουμε την παραοικονομία στην κανονική οικονομία έτσι ώστε να έχουμε μια πλήρη εικόνα των κεφαλαίων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα αλλά και να φορολογηθούν τα ποσά της μαύρης αγοράς. Αυτό θα αυξήσει τα έσοδα του κράτους ενώ θα ρίξει και τους φορολογικούς συντελεστές, θα αυξηθούν οι εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και θα ανεβάσουμε την παραγωγικότητα μας σαν χώρα. Για τον ίδιο λόγο πρέπει να πολιτογραφήσουμε και τους μετανάστες τους οποίους θα έχουμε στη χώρα μας, έτσι ώστε μαζί με τα δικαιώματα που τους παραχωρούνται να αναλάβουν και υποχρεώσεις, ενώ θα θεωρήσουν μόνιμη βάση την Ελλάδα και θα σταματήσουν να φεύγουν χρήματα στο εξωτερικό.

Επιπλέον, αφού η Ελλάδα έχει επιλέξει να μην κάνει διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας, καλό θα ήταν, σε τέτοιες δύσκολες εποχές για τον ελληνικό λαό, η εκκλησία να βοηθήσει όπως μπορεί το κράτος, παραχωρώντας προσωρινά την επικαρπία από τα ενοίκια των ακινήτων της, στεγάζοντας και σιτίζοντας όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους, που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχιας, αλλά και στηρίζοντας τοπικά τις κοινωνίες. Η κυβέρνηση θα μπορούσε τέλος να αναλογιστεί το ενδεχόμενο να μειώσει το ΦΠΑ κατά μία μονάδα, για ψυχολογικούς κυρίως λόγους, αν κάτι τέτοιο φέρει ανάλογες μειώσεις και στις τιμές των προϊόντων. Η μείωση αυτή θα φέρει αύξηση των πωλήσεων, πολλαπλάσια της μείωσης του φόρου, κάτι που θα έχει σαν αποτέλεσμα και την αύξηση των εσόδων του κράτους. 

Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα είναι δύσκολη, αλλά αυτό συνεπάγεται ότι υπάρχει πολύ μεγάλο περιθώριο βελτίωσης. Υπάρχει εξαθλίωση, αλλά ακόμα και η αθλιότητα βγάζει ένα μεγαλείο όταν την αντιμετωπίζεις με υψηλό ηθικό και σθένος. Η μιζέρια, η οποία διαχέεται, δεν ενέχει απολύτως τίποτα. Η ύφεση και η κινδυνολογία, που επικρατούν, είναι συγκοινωνούντα δοχεία και αλλητοτροφοδοτούνται. Ο φόβος οδηγεί στην αδράνεια, αυτή με τη σειρά της σπρώχνει πιο βαθιά μέσα στην ύφεση και γεννά νέους φόβους. Πρέπει να δράσουμε για να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο. Μαζί με τη μιζέρια, το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, σαν λαός, είναι η απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Έχει χαθεί η εμπιστοσύνη και μαζί με αυτή και η ελπίδα. Έτσι δε μπορεί να επιτευχθεί συναίνεση, ούτε και κοινωνική συνοχή. Είναι ζωτικής σημασίας η θέσπιση ενός κατώτερου βιοτικού επιπέδου, που θα εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση για όλους τους πολίτες σε αυτές τις περιόδους ανασφάλειας που διανύουμε, ενώ σταδιακά οφείλουν οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του λαού, με έργα πια και όχι με λόγια. Είναι ζωτικής σημασίας επίσης, τα μέτρα που υιοθετούνται να έχουν ανταποδοτικότητα προς το λαό. Από την άλλη πρέπει ο καθένας ξεχωριστά να καταλάβει ότι είναι κομμάτι του ψηφιδωτού της Ελλάδας και οι πράξεις του είναι αυτές που καθορίζουν και την υπάρχουσα κατάσταση. Πρέπει να μετατρέψουμε τον σκεπτικισμό και την αμφισβήτηση σε δημιουργικότητα. Μπορούμε όλοι να δράσουμε με τρόπο  που κάνει τη διαφορά και είναι προς όφελος όλων μας να το αποφασίσουμε.


Κομμάτια του κειμένου αυτού υποστηρίζονται και από άλλα άρθρα και μελέτες όπως:
Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα: Μεταρρυθμίσεις και ευκαιρίες σε μια κρίσιμη συγκυρία, Δημήτρης Βαγιανός  London School of Economics, CEPR και NBER, Νίκος Βέττας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και CEPR, Κώστας Μεγήρ Yale University, University College London, IFS και CEPR

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

Το κυνήγι της ευτυχίας

Είναι κοινή αστοχία να μπερδεύουμε πολλές φορές την ευτυχία με τον κορεσμό, απλά γιατί είναι και οι δύο καταστάσεις ικανοποίησης. Ο κορεσμός όμως είναι σαν να γεμίζεις ένα καπάκι με νερό από τη θάλασσα, ενώ η ευτυχία είναι η ίδια η θάλασσα. Ο κορεσμός είναι μια κατάσταση ισορροπίας που οδηγεί στην αδράνεια, τη στιγμή που η ευτυχία είναι η κινητήριος δύναμη που σε βάζει στο κυνήγι ενός συνεχώς εξελισσόμενου σημείου  ισορροπίας. Δρας ως επί των πλείστων μέσα στην ανισσοροπία, με αντάλλαγμα στιγμές μέγιστης πληρότητας και ικανοποίησης, προσφέροντας ενέργεια και έργο.

Δομικά ο ανθρώπινος οργανισμός δεν αντέχει παρατεταμένες περιόδους μέγιστης ικανοποίησης, κάτι που ενισχύει τη φύση της ευτυχίας. Ψάχνεις να κατακτήσεις ψηλές κορυφές και μόλις τα καταφέρεις ανακαλύπτεις από κει ψηλότερες. Και μόλις φτάσεις στην ψηλότερη κορυφή καταλαβαίνεις ότι τόσο καιρό βρισκόσουν κάτω από τα αστέρια. Η δυσκολία και η προσπάθεια που καταβάλουμε για την επίτευξη των στόχων αυτών είναι και το συστατικό της ευτυχίας. Αναγνωρίζοντας τον κόπο και τα αποθέματα που επενδύσαμε, αναγνωρίζουμε και την αξία του στόχου, είναι το κόστος της πληρότητας που έρχεται ως ανταμοιβή με τη μορφή ευτυχίας.

Κοιτάζοντας την ευτυχία από αυτή τη σκοπιά καταλαβαίνουμε ότι δικαίωμα σε αυτήν έχουν όλοι, από τη στιγμή που ο καθένας είναι ελεύθερος να οριοθετήσει τους δικούς του υποκειμενικούς στόχους, που έχουν νόημα για αυτόν και να προσπαθήσει να τους πετύχει. Η βιωματική εμπειρία όμως της ευτυχίας στις μέρες μας είναι σπάνια και αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με την δυσκολία της φύσης της ευτυχίας, όσο με την εσφαλμένη επιλογή στόχων.

Βρισκόμαστε σε έναν κοινωνικό περίγυρο ο οποίος ηθελημένα και άθελα του μας σπρώχνει να ενστερνιστούμε τους δικούς του στόχους, είτε έχει να κάνει με την κοινωνική καταξίωση και ανέλιξη, είτε έχει να κάνει με καταναλωτικά πρότυπα, είτε έχει να κάνει με επιθυμίες-βαρίδια που κληρονομούμε από το στενό οικογενειακό μας περιβάλλον, είτε έχει να κάνει με το αίσθημα της ασφάλειας και της μονιμότητας που προσπαθούμε να καλλιεργήσουμε ως αντίβαρο στην ανασφάλεια των κοινωνικών αλλαγών. Βρισκόμαστε δηλαδή να κυνηγάμε το ‘’αμερικάνικο όνειρο’’ τη στιγμή που σαν στόχος είναι πλασματικός και δεν μας αντιπροσωπεύει. Ακόμα λοιπόν και να περατώσουμε επιτυχώς το εγχείρημα αυτό, η πληρότητα που έρχεται ως συνέπεια δεν είναι της τάξης μεγέθους της προσπάθειας που καταβάλαμε απλούστατα γιατί δε μας εξέφραζε πραγματικά ο στόχος. Το πιο ουσιώδες λοιπόν στο κυνήγι της ευτυχίας είναι η αρχή: Η οριοθέτηση των στόχων, χωρίς αυτό να αποκλείει – και ίσως να απαιτεί – τον επαναπροσδιορισμό τους στην πορεία. Μια λανθασμένη αρχική επιλογή μας βάζει σε ένα μονοπάτι που δεν μας φέρνει κάθαρση και δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι θέτοντας το στόχο η διαδρομή για εκεί είναι ο σκοπός μας και όχι ο προορισμός. Αυτό λοιπόν που οι περισσότεροι θεωρούν ως αυτονόητο και δεδομένο (τους στόχους της ζωής τους) είναι και αυτό που θα τους προσφέρει ή όχι την ευτυχία.

Ο κορεσμός έρχεται όταν δεν υπάρχει εξέλιξη και ικανοποιούμαστε με τετριμμένα πράγματα. Όταν δεν γινόμαστε απαιτητικοί και δεν κρίνουμε στη λεπτομέρεια. Όταν βάζουμε από μόνοι μας τον πήχη χαμηλά είναι λογικό να τον περνάμε συνεχώς, αλλά ποτέ δε θα καταφέρουμε να αναγνωρίσουμε το μεγαλείο και να γευτούμε την ικανοποίηση που προσφέρει ένα δύσκολο εγχείρημα. Κάποιος ο οποίος ικανοποιείται με ένα οποιοδήποτε έργο τέχνης δεν είναι ικανός να ξεχωρίσει την αρμονία της ασυμμετρίας, το πάντρεμα διαφορετικών υλικών, τη μίξη διαφορετικών χρωμάτων, δεν είναι σε θέση να καταλάβει την τελειότητα. Αναμφίβολα είναι πολύ σπάνιο να βρεις κάτι που να αγγίζει το τέλειο, με τα δικά σου κριτήρια τουλάχιστον, αλλά όταν βρεις κάτι τέτοιο η ανταμοιβή σου είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και όταν εγκλωβιζόμαστε στον κορεσμό και θέτουμε εαυτούς ανίκανους να γευτούν την ευτυχία.

Κάλλιστα  η ευτυχία μπορεί να κρύβεται σε πράγματα μικρά και καθημερινά, ακόμα και μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ασφάλεια που προσφέρει η αυτοεκτίμηση και η αυτογνωσία ή ακόμα μπορεί να εκφράζεται μέσα από την εμπιστοσύνη και την αναγνώριση από τους συνανθρώπους μας. Όλα αυτά είναι υποκειμενικά και διαφορετικά για τον καθένα. Σε καμία περίπτωση όμως το γεγονός ότι μπορούμε να βρούμε την ευτυχία στα μικρά πράγματα δε σημαίνει ότι πρέπει να γίνουμε μικροί και εμείς σαν άνθρωποι. 

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Παθογένειες του πολιτικού συστήματος

Είναι αλήθεια πλέον ότι έχουμε αλλάξει εποχή όσον αφορά τα πολιτικά δρώμενα. Η μεταβατική περίοδος από την πολιτική του μπαλκονιού στην πολιτική του εκσυγχρονισμού τελείωσε και πλέον βιώνουμε στην ουσία της την εποχή των μεταρρυθμίσεων. Αυτό σημαίνει ότι και οι εκπρόσωποι του πολιτικού μας συστήματος οφείλουν να προσαρμοστούν στις καινούριες συνθήκες ή θα ξεπεραστούν. Είναι η εξελικτική θεωρία που το επιτάσσει. Πρέπει λοιπόν το πολιτικό σύστημα της χώρας να αποτινάξει από πάνω του όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που το καθιστούσαν αναποτελεσματικό, αναξιόπιστο και απεχθές για τη μεγάλη πλειοψηφία. Οφείλουμε να επιστρέψουμε σε εποχές που οι πολίτες βάσιζαν τις ελπίδες τους στην πολιτική και όχι στους πολιτικούς γνωστούς. Τότε που ψήφιζαν με χαρά, χωρίς πονηριά και υστεροβουλία σε αμιγώς προσωπικό επίπεδο.

Υπαίτιοι για την κατάσταση αυτή είναι όλοι οι πολίτες της χώρας, αλλά δε μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι κάποιοι έχουν μεγαλύτερο κομμάτι ευθύνης από άλλους. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι, εκλεγμένοι από τη βάση, ήταν περισσότερο προσκολλημένοι στην άνοδο και παραμονή τους στην εξουσία παρά στην άσκηση αυτής. Και αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη παθογένεια του πολιτικού συστήματος. Ο τρόπος εκλογής των εκπροσώπων είναι τύπου δημοκρατικός αλλά κατ’ ουσία ολιγαρχικός. Είναι οι λίγοι – άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο ικανοί, άλλοι ανίκανοι – οι οποίοι αποφασίζουν να κάνουν μια σύμπραξη, να χρησιμοποιήσουν τη σφαίρα επιρροής τους προς όφελος των συμφερόντων της ομάδας και των μελών της και με αυτό τον τρόπο να κερδίσουν την ισχύ εν τη ενώση. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται όλο και μεγαλύτερες δομές οι οποίες προωθούν τα συμφέροντα τους μέσω προσώπων, δημιουργούνται πρόσκαιρες συνεργασίες των δομών αυτών δημιουργώντας υπερομάδες και τελικά προωθούνται άτομα στην εξουσία που πρέπει μόλις εκλεγούν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των μελών όλων των υποομάδων, που τους δεσμεύουν, αν επιθυμούν να κρατήσουν τους υπάρχοντες συσχετισμούς και να παραμείνουν στην εξουσία.  Αυτό το σύστημα δεν κοιτάει ικανότητες, πολιτική αντίληψη, στρατηγική, ιδεολογικές πεποιθήσεις. Το μόνο που προωθεί είναι οι δημόσιες σχέσεις και οι διαχειριστικές δεξιότητες προσώπων να μπορούν να ηγηθούν μιας πυραμίδας υποκείμενη σε μια άλλη μεγαλύτερη. Και όσο πιο ψηλά στην ιεραρχία φτάνει κάποιος τόσο περισσότερες δεσμεύσεις έχει. Με αυτό τον τρόπο χάνεται η αξιοκρατία, αλλά το κυριότερο, χάνεται η αξία κάποιων ανθρώπων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο γενικότερο καλό, αποθαρρυμένοι από την ελαττωματική κατάσταση στην οποία θα πρέπει να αναμειχθούν. Δεν πρέπει να αφήσουμε την πολιτική να καταλήξει σε τέχνη της διαχείρισης και της διοίκησης. Τροφοδοτούμε ένα σύστημα το οποίο παραπέμπει στον τρόπο λειτουργίας των αδελφοτήτων και της μαφίας. Πρέπει να στηρίξουμε ένα νέο οικοδόμημα το οποίο να μπορεί να στηρίξει με τη σειρά του το κοινό συμφέρον στις πλάτες του.

Οι παλιάς κοπής πολιτικοί – περισσότερο πολιτικάντιδες πάρα πολιτικοί – δίνουν εντολές και ανακινούν τα δημόσια πράγματα, ενώ κυριαρχούνται από τα υπέρ και τα κατά της εκλογικής τους βάσης μέσα σε μια όλο και πιο πολύ γενικευμένη αδιαφορία. Οι μικροσυμβιβασμοί καταλαμβάνουν τη σκηνή και τους διαδρόμους. Οι διαφορές της αντιπολίτευσης παραμένουν φοβισμένες και θεμελιακά κομφορμιστικές. Εξωραΐζουν το παρελθόν ως πηγή νοσταλγίας αντί να αντλούν από αυτό. Ακόμα και οι περιθωριακοί αργά ή γρήγορα θα ενταχθούν στο κείμενο. Οι κυβερνώντες είναι κυβερνώμενοι.

Χωρίς καμιά αμφιβολία η δημοκρατία, ως κοινωνικοπολιτικό σύστημα αποφάσεων, έχει νικήσει τις δικτατορίες της δεξιάς και της αριστεράς. Πρέπει να την υπερασπιζόμαστε, πρέπει να της δώσουμε μεγαλύτερη διαφάνεια, χωρίς να στρουθοκαμηλίζουμε ως προς τις ατέλειες, τα σκάνδαλα και τις σκιές της. Συνιστά κίνημα σε βάθος∙ πολύ περισσότερο ένα περιεχόμενο, παρά μια μορφή. Έστω και άνιση, έστω και ενέχουσα την κυριαρχία διαφόρων ολιγαρχιών, στοχεύει σε μια ισότητα. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε αυτό.

Έχουμε πέσει σε ένα φαύλο κύκλο, σαν αυτό ενός αδιάφορου καθηγητή με τους φοιτητές. Ο καθηγητής είναι αδιάφορος και δεν κάνει μάθημα, αλλά οι φοιτητές παίρνουν καλούς βαθμούς οπότε δεν κάνουν κάτι για να το αλλάξουν. Η αλλαγή φάσης δε μπορεί να γίνει ενδογενώς αν δεν συνειδητοποιηθούν οι φοιτητές, αλλά εξωγενώς – από μια εξωτερική αξιολόγηση – αφού  η δυσλειτουργία επηρεάζει και το υπερσύνολο. Και σε αυτή τη φάση βρισκόμαστε τώρα, στην εξωτερική αξιολόγηση. Αλλά το πρόβλημα δε θα λυθεί οριστικά αν δεν καταφέρουμε να αλλάξουμε νοοτροπία από μέσα. Πρόσκαιρα θα αντιμετωπιστεί αλλά θα το περιμένουμε να ανακύψει πάλι με την πρώτη ευκαιρία. Οι περισσότεροι πολίτες έχουν ποντάρει στη μία ή την άλλη ομάδα και βρίσκονται σε αναμονή να έρθει ο καιρός της για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν το ιδίων συμφέρον τους. Έχουν αποδεχθεί τη λογική με την οποία λειτουργεί το σύστημα και παίζουν με τους κανόνες του, χωρίς να προσπαθούν να το αλλάξουν. Με αυτό τον τρόπο τροφοδοτείται ο φαύλος αυτός κύκλος και γιγαντώνεται η παθογένεια, αφού οι πολιτικοί εκπρόσωποι ορίζουν σε μεγάλο βαθμό το σύστημα, το οποίο με τη σειρά του τους στηρίζει.

Εδώ είναι όμως που η ομοιοπαθητική φέρνει αποτελέσματα. Φτάσαμε σε τέτοια επίπεδα διαφθοράς, που από ανάγκη πλέον, ενεργοποιήθηκαν τα αντανακλαστικά μας. Πλέον υπάρχει απέχθεια προς το πολιτικό σύστημα και ανάγκη να εγκαταλειφθεί, ακόμα και τα πολιτικά πρόσωπα που δεν πήραν έμπρακτα μέρος στην κατρακύλα δυσκολεύονται να σταθούν, όλοι κρίνονται και μάλλον αυστηρά. Είναι η αναγκαία μετάβαση στη νέα εποχή με την οποία  θα πρέπει όλα τα πολιτικά πρόσωπα να εναρμονιστούν αν θέλουν να επιβιώσουν. Είναι ο καιρός για διορθωτικές κινήσεις, και οι οποίες αντιδράσεις είναι αντανακλάστικές οδηγούμενες από το θυμικό, αφού όλοι γνωρίζουν πως χρειάζεται αλλαγή. Αν οι μεταρρυθμίσεις περνούσαν άκοπα τότε θα ήταν ανούσιες αφού δε θα ξεβόλευαν όσους είχαν βολευτεί, αν οι θυσίες που γίνονται τώρα δεν είναι ανταποδοτικές και δεν βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο του Έλληνα, θα είναι το τέλος της δημοκρατίας. Βρισκόμαστε σε μια περίοδο ανισσοροπίας και οι συνθήκες αυτές είναι ιδανικές για μεγάλη πρόοδο. Βρισκόμαστε στο ρου όπου μπορούμε να αφήσουμε το στίγμα μας και να αλλάξουμε την ιστορία αρκεί να δράσουμε σε βάθος. Να κάνουμε τομές που θα αφορούν τόσο τα διαχειριστικά αλλά θα επενδύσουν και στην ενδυνάμωση της παιδείας, της συνείδησης και της κρίσης των πολιτών. Ποια είναι όμως η διαδικασία αυτή, η οποία θα προωθήσει όσους έχουν προσανατολισμό στην παραγωγή σκέψης, έργου και πολιτικής αντί αυτών που βασίζονται σε διαχειριστικές σχέσεις ανταλλαγής; Αυτό είναι το αίνιγμα της νέας εποχής και οφείλουμε να το λύσουμε.

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Το Παράδοξο του Monty Hall (γενικευμένο παίγνιο)



ΥΠΟΘΕΣΗ:
Υπάρχουν τρεις πόρτες. Η μία εξ αυτών κρύβει ένα αυτοκίνητο. Οι άλλες κρύβουν από μία κατσίκα. Ο παίκτης καλείται να διαλέξει την πόρτα που κρύβει το αυτοκίνητο. Ο παίκτης επιλέγει μια πόρτα ενώ ο παρουσιαστής, ο οποίος γνωρίζει πίσω από ποια πόρτα είναι το αυτοκίνητο, ανοίγει μια από τις άλλες δύο πόρτες, η οποία περιέχει μια κατσίκα.



Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, ο παρουσιαστής δίνει στον παίκτη τη δυνατότητα να αλλάξει, αν θέλει, την επιλογή του ανάμεσα στις δύο πόρτες που έχουν απομείνει ή, βέβαια, αν θέλει, να τη διατηρήσει. Εάν ο παίκτης αλλάξει την επιλογή του και ζητήσει την άλλη πόρτα, έχει 2 φορές περισσότερες πιθανότητες να βρει το αυτοκίνητο απ’ ότι αν εμμείνει στην αρχική του επιλογή.

ΑΝΑΛΥΣΗ:
Η προσέγγιση που έχουν οι περισσότεροι αναλυτές απέναντι στο πρόβλημα αυτό είναι επιφανειακή, οπότε δεν υπάρχει και λύση – κατανόηση του προβλήματος σε βάθος. Σε πρώτο επίπεδο βλέπουμε ότι η αρχική επιλογή του παίκτη έχει πιθανότητα 1/3 (αφού δεν έχει καμία ένδειξη για τη θέση του αυτοκινήτου) και τα ενδεχόμενα είναι ισοπίθανα.
Εάν λοιπόν εμείνουμε στην αρχική μας επιλογή, έστω και αν άνοιξε μια πόρτα που δεν έκρυβε το αυτοκίνητο, οι πιθανότητες μας παραμένουν ίδιες (1/3).
Στην περίπτωση που αποφασίσουμε όμως να αλλάξουμε την αρχική μας επιλογή, αφού μας έχουν ανοίξει μια από τις δύο λανθασμένες επιλογές υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα:

Περίπτωση 1: Το αυτοκίνητο είναι στην πόρτα Α, επιλέγουμε την Α, μας ανοίγει τη Β, αλλάζουμε στη Γ και χάνουμε
Περίπτωση 2: Το αυτοκίνητο είναι στην πόρτα Β, επιλέγουμε την Α, μας ανοίγει τη Γ, αλλάζουμε στη Β και κερδίζουμε
Περίπτωση 3: Το αυτοκίνητο είναι στην πόρτα Γ, επιλέγουμε την Α, μας ανοίγει τη Β, αλλάζουμε στη Γ και κερδίζουμε

Επομένως, αν αλλάξουμε, έχουμε 2/3 (2 στις 3 περιπτώσεις) πιθανότητα να βρούμε το αυτοκίνητο, και αυτό γιατί απορροφάμε την πληροφορία που μας δίνεται όταν ανοίγει η μία πόρτα που θα αποτελούσε λανθασμένη επιλογή.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η πιθανότητα που υπήρχε το αυτοκίνητο να κρύβεται πίσω από την πόρτα που άνοιξε μοιράζεται εξίσου στις πόρτες που απομένουν (στην πόρτα 2), αν εξαιρέσουμε την επιλογή του παίκτη.

Για να δούμε όμως τι συμβαίνει αν αντί για 3 πόρτες βάλουμε 4.
Ο παίκτης διαλέγει έστω την πόρτα 1, ο παρουσιαστής του ανοίγει μία πόρτα που θα αποτελούσε λανθασμένη επιλογή (έστω πόρτα 2), και σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση ο παίκτης μας πρέπει να αλλάξει (σε μία από τις πόρτες 3 ή 4) για να έχει περισσότερες πιθανότητες να βρει το αυτοκίνητο (οι πιθανότητες της πόρτας 2 που άνοιξε μοιράζονται εξίσου στις άλλες πόρτες πλην της αρχικής επιλογής του παίκτη).Έστω λοιπόν ότι ο παίκτης διαλέγει την πόρτα 3. Ο παρουσιαστής ξέρει ότι πίσω από την πόρτα 4 δεν είναι το αυτοκίνητο και του την ανοίγει δίνοντας του το δικαίωμα αν θέλει να αλλάξει ξανά την επιλογή του.
Μετά το άνοιγμα της πόρτας 2 και την αλλαγή επιλογής από τον παίκτη, περνάμε πάλι στο πρόβλημα με τις 3 πόρτες. Ο παίκτης μας έχει διαλέξει την 3, ο παρουσιαστής του άνοιξε την 4 ενώ απομένει η 1 (η οποία αποτελεί την αρχική του επιλογή). Σύμφωνα με την επιφανειακή θεώρηση του προβλήματος ο παίκτης πρέπει να αλλάξει πόρτα και να επιστρέψει στην 1, κάτι το οποίο θα ήταν λάθος. Αν ο παίκτης γυρίσει στην αρχική του επιλογή είναι σα να μην έχει απορροφήσει καμία πληροφορία (άνοιγμα της πόρτας 2 και 4) και έχει πιθανότητα 1/4 να έχει κάνει τη σωστή επιλογή.
Πάμε να δούμε που σφάλει η πρώτη επιφανειακή αντιμετώπιση του προβλήματος. Έχουμε τις 4 πόρτες, όπου η κάθε μια έχει ίσες πιθανότητες με τις άλλες να κρύβει το αυτοκίνητο.




Βήμα 1: Ο παίκτης διαλέγει έστω την 1 και ο παρουσιαστής του ανοίγει την 2, η οποία ξέρει ότι θα ήταν λανθασμένη επιλογή. Έτσι οι πιθανότητες της πόρτας 2 μοιράζονται εξίσου στις πόρτες 3 και 4 (όσες απομένουν πλην τις επιλογής του παίκτη).



Βήμα 2: Ο παίκτης αλλάζει επιλογή και παίρνει την πόρτα 3 (όπως βλέπουμε έχει περισσότερες πιθανότητες να κρύβει το αυτοκίνητο από την πόρτα 1) και ο παρουσιαστής του ανοίγει την πόρτα 4, γνωρίζοντας ότι δεν κρύβει πίσω της το αυτοκίνητο. Οι πιθανότητες της πόρτας 4 πρέπει να περάσουν εξ ολοκλήρου στην πόρτα 1 αφού είναι η μόνη πόρτα που έχει μείνει κλειστή και δεν είναι η επιλογή του παίκτη.



Βλέπουμε ότι βάση της αρχικής θεώρησης οδηγούμε τον παίκτη να γυρίσει στην αρχική του επιλογή (πόρτα 1) σαν να μην άνοιξαν ποτέ οι πόρτες 2 και 4, και να κάνει μια επιλογή που θα τον οδηγήσει ουσιαστικά σε πιθανότητες 1/4 (25%) για να πετύχει το αυτοκίνητο.
Το λογικό σφάλμα γίνεται στο Βήμα 2 όταν έχουμε 3 πόρτες (1, 3 και 4) και θεωρούμε ότι η επιφανειακή ανάλυση που κάναμε στην αρχή ισχύει και τώρα που τα ενδεχόμενα δεν είναι ισοπίθανα. Εδώ είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι τα ενδεχόμενα πρέπει να είναι ακριβώς ισοπίθανα και δεν είναι ικανή συνθήκη, για να ισχύει η θεώρηση που κάναμε αρχικά, το άθροισμα των πιθανοτήτων των δύο ενδεχομένων που δεν επιλέγει ο παίκτης να υπερβαίνουν την πιθανότητα του ενδεχομένου που διάλεξε, για να αλλάξει την αρχική επιλογή του (π.χ. Βλέπουμε στο Βήμα 2 ότι ο παίκτης έχει διαλέξει την πόρτα 3 – 37.5% - και παρόλο που η πιθανότητα το αυτοκίνητο να βρίσκεται πίσω από κάποια από τις άλλες δύο πόρτες είναι μεγαλύτερη – (37.5 + 25)% - ο παίκτης, αφού ανοίξει η πόρτα 4, δεν πρέπει να αλλάξει την επιλογή του στην πόρτα 1, η οποία αρχικά είχε μικρότερη πιθανότητα να κρύβει το αυτοκίνητο).
Ας εξετάσουμε λοιπόν το πρόβλημα από την αρχή με ανισοπίθανα ενδεχόμενα να δούμε για ποιο λόγο ο παίκτης δεν πρέπει να αλλάζει πάντα την επιλογή του.



Βάση των πιθανοτήτων ο παίκτης θα διαλέξει την πόρτα 1 ως επικρατέστερη στρατηγική αφού είναι πιο πιθανό να είναι η πόρτα που κρύβει το αυτοκίνητο. Ο παρουσιαστής ανοίγει μια πόρτα που ξέρει ότι αποτελεί λανθασμένη επιλογή (έστω πόρτα 3) και βάση της λανθασμένης λογικής που αναπτύσσεται κατά κόρον για το παράδοξο του Monty Hall, η πιθανότητα να κρύβεται το αυτοκίνητο πίσω από την πόρτα 3 περνάει στην πόρτα 2. Η οποία αποκτά - (30 + 30)% - 60% και ο παίκτης πρέπει να αλλάξει την επιλογή του για να διαλέξει την πόρτα 2 έναντι της αρχικής του επιλογής. Αυτό είδαμε από το προηγούμενο παράδειγμα ότι είναι λάθος και ο παίκτης έχει περισσότερες πιθανότητες να βρει το αυτοκίνητο αν μείνει στην αρχική του επιλογή.
ΓΙΑΤΙ: Εδώ είναι το πολύ λεπτό σημείο στο οποίο γίνεται το λογικό σφάλμα. Οι πιθανότητες των διαφορετικών ενδεχομένων αναφέρονται στην επιλογή της σωστής πόρτας και όχι στην αξία της ως προς το περιεχόμενο της αφού η θέση του αυτοκινήτου είναι καθορισμένη από πριν και δεν αλλάζει (είναι κοινό σφάλμα, κυρίως από άτομα που ασχολούνται με το poker, να μπερδεύονται σε αυτό το σημείο, από συνήθεια να αποδίδουν αξίες στο χέρι – φύλλα τους). Εφόσον οι πιθανότητες αναφέρονται στην επιλογή, όταν τα ενδεχόμενα είναι ισοπίθανα, μετά την πρώτη επιλογή του παίκτη, ο παρουσιαστής ανοίγει μια πόρτα, η οποία ξέρει ότι αποτελεί λανθασμένη επιλογή, αλλά θα μπορούσε να την έχει διαλέξει ο παίκτης, και έτσι ο παίκτης πρέπει να αλλάξει επιλογή αφού του δόθηκε η ευκαιρία να ανοίξει δύο από τις ενδεχόμενες επιλογές του, και με αυτό τον τρόπο απορροφά την πληροφορία. Όταν τα ενδεχόμενα είναι ανισοπίθανα ο παίκτης ακολουθεί την επικρατούσα στρατηγική, κάνει την επιλογή με τη μεγαλύτερη πιθανότητα, έτσι όταν ο παρουσιαστής του ανοίγει την πόρτα, η οποία γνωρίζει ότι αποτελεί λανθασμένη επιλογή, δεν υποχρεώνει τον παίκτη να αλλάξει την αρχική του επιλογή, γιατί εξ αρχής δε θα τη διάλεγε αυτή την πόρτα. Η πληροφορία που αποκομίζει ο παίκτης είναι ότι καλώς δεν την είχε διαλέξει, ενώ οι πιθανότητες που έκρυβε μοιράζονται αναλογικά (ανάλογα με τη μαθηματική έννοια) στις πόρτες που απομένουν.
Για την απόλυτη κατανόηση του φαινομένου θα δώσουμε ένα τελευταίο παράδειγμα με 4 πόρτες και ανισοπίθανα ενδεχόμενα.


Σε αυτή την περίπτωση ο παίκτης θα ακολουθήσει την επικρατούσα στρατηγική να επιλέξει μία από τις πόρτες με τη μεγαλύτερη πιθανότητα (1, 2 ή 3), έστω την πόρτα 1, και ο παρουσιαστής θα του ανοίξει την πόρτα 2, η οποία ξέρει ότι θα αποτελούσε λανθασμένη επιλογή. Σε αυτή την περίπτωση ο παίκτης πρέπει να αλλάξει την αρχική του επιλογή, και να διαλέξει την πόρτα 3 γιατί έχει την δυνατότητα να δει το περιεχόμενο από δύο εκ των τριών εν δυνάμει αρχικών επιλογών του (βλέπει το περιεχόμενο από τις πόρτες 2 και 3 αντί να μείνει στην αρχική του επιλογή και να πράξει σαν να μην έχει πάρει καμιά πληροφορία). Στην περίπτωση που ο παίκτης διάλεγε αρχικά την πόρτα 1 και ο παρουσιαστής του άνοιγε την πόρτα 4 (η οποία δεν αποτελούσε ουσιαστικά επιλογή για έναν ορθολογικό παίκτη), ο παίκτης δε θα είχε λόγο να αλλάξει την αρχική του επιλογή.
Βλέπουμε λοιπόν ότι μπορεί να υπάρξουν συνθήκες και με ανισοπίθανα ενδεχόμενα και περισσότερα των τριών (που αποτελούν την κλασσική εκδοχή του προβλήματος) που ο παίκτης να πρέπει να αλλάξει την αρχική του επιλογή, ενώ μπορεί με τα ίδια ακριβώς ενδεχόμενα να πρέπει να πράξει διαφορετικά κάτω από άλλες συνθήκες. Μόνο αυτή η εις βάθος ανάλυση, η οποία εντοπίζει τους πραγματικούς λόγους που καθιστούν σωστή τη στρατηγική του παίκτη, καλύπτει όλα τα ενδεχόμενα με τρόπο τέτοιο ώστε το γενικευμένο παίγνιο να θεωρείται λυμένο.
Πρέπει φυσικά να παρατηρήσουμε ότι στο συγκεκριμένο παίγνιο ο παρουσιαστής γνωρίζει που είναι το αυτοκίνητο, γιατί αλλιώς οι πιθανότητες του παίκτη αλλοιώνονται – μειώνονται αφού μπορεί ο παρουσιαστής στην προσπάθεια του να ανοίξει μια πόρτα μετά την πρώτη επιλογή του παίκτη να πέσει πάνω στο αυτοκίνητο.
Τέλος οι γνώσεις αυτές σας βοηθούν μόνο όταν το παίγνιο είναι αποσαφηνισμένο ότι θα σας επιτρέπει να αλλάξετε την αρχική σας επιλογή αφού ο παρουσιαστής, ο οποίος ξέρει που είναι το αυτοκίνητο, αποκλείσει κάποιο από τα ενδεχόμενα. Σε διαφορετική περίπτωση, κάποιος που ξέρει ότι κατέχετε τις γνώσεις αυτές, θα μπορούσε γνωρίζοντας ότι με την αρχική σας επιλογή έχετε βρει το αυτοκίνητο (πιθανότητα 1/3), να σας δώσει την επιλογή να αλλάξετε, αφού αποκλείσει ένα από τα άλλα δύο λανθασμένα ενδεχόμενα, γνωρίζοντας ότι θα εγκαταλείψετε την αρχική σας επιλογή, κάτι που όμως μπορεί να μην κάνει σε περίπτωση που δεν έχετε βρει με την αρχική σας επιλογή το αυτοκίνητο (πιθανότητα 2/3). Με αυτό τον τρόπο θα είστε πάντα χαμένοι.

Το τίποτα



Η Σκέψη είναι αυτή που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Είναι το σύστημα θεώρησης που έχουμε αδίκως ανθρωποκεντρικό ή όντως οι άνθρωποι έχουν κάτι που τους καθιστά ανώτερους από τους υπόλοιπους οργανισμούς; Η σκέψη είναι αυτή που μας διαφοροποιεί αλλά η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που μας δείχνει ότι το ανθρώπινο γένος προήλθε από τα ζώα.
Είναι σημαντικό να μπορεί ο καθένας να πει, να έχει καταλήξει σε Κάτι που υπερβαίνει τα όρια της ρουτίνας και της καθημερινότητας του. Αυτό είναι η Σκέψη. Να μπορείς να βγεις από το στενό ορίζοντα του κύκλου εργασιών που σου επιβάλλουν οι φυσικές ή τεχνητές ανάγκες σου. Αυτή είναι ικανότητα την οποία έχει μόνο ο Άνθρωπος. Ο όρος ανθρωπότητα έχει νόημα μόνον όσον αφορά το σύνολο των Ανθρώπων γιατί μόνο ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να προάγει την σκέψη και να την περνάει από γενιά σε γενιά, να την εξελίσσει, να διαμορφώνει το περιβάλλον του. Η σκέψη είναι συνυφασμένη με τη δράση, ενώ τα ένστικτα με την αντίδραση – με τα αντανακλαστικά.
Δε θα γίνουν όμως όλοι οι άνθρωποι κομμάτι της Ανθρωπότητας. Στην Ανθρωπότητα ανήκει μόνο το έργο. Το έργο είναι αναπόσπαστο μέρος του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ότι και να κάνουμε θα υπάρχει για πάντα και μαζί με αυτό ίσως διασωθεί και ένα όνομα. Εκεί πρέπει να είναι η συμβολή μας. Να διαφοροποιηθούμε από τα ζώα, που αισθάνονται κορεσμό μέσα στην ρουτίνα τους, και να προσφέρουμε στην Ανθρωπότητα. Να γίνουμε Άνθρωποι. Να ξεπεράσουμε τα στενά ατομικά πλαίσια και να συνεισφέρουμε στο Όλον, όχι για τη δική μας υστεροφημία, αλλά γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να κάνουμε. Μπορεί να κοπιάζουμε όλη μας τη ζωή για τα υλικά αγαθά, τα πλούτη, την δόξα, την εξουσία, αλλά όλα αυτά κινούνται μόνο μέχρι τα όρια της κοινωνίας και των προτύπων της. Μετά θα έρθει ο θάνατος και μαζί με αυτόν και η λήθη. Η συνειδητοποίηση του τέλους της διαδρομής είναι αυτή που δίνει πλέον νόημα στην πορεία και στην αξιοποίηση της διάρκειας. Μόνο όταν συνειδητοποιείς ότι το ταξίδι σου έχει χρονικό ορίζοντα είσαι σε εγρήγορση, να ρουφήξεις όσα έχει να σου προσφέρει η κάθε εμπειρία. Και μετά γυρνάς βαριεστημένα πίσω στην αφετηρία, όπου έχεις την ψευδαίσθηση ότι θα είναι πάντα εκεί για σένα, μέχρι να τη χάσεις και να καταλάβεις ότι αυτή ανήκει στην αιωνιότητα, αλλά εσύ δεν είσαι αιώνιος.
Πρέπει να ξεπεράσουμε τη μιζέρια μας, να βγούμε από την αδράνεια της αναμονής και της ελπίδας. Να περάσουμε στην δράση. Η καθαρή αναμονή δεν συνιστά στάση ανταποκρινόμενη στο επερχόμενο, σ’ αυτό μόνο η ενεργός διαθεσιμότητα μπορεί να ανοιχθεί. Δε μπορούμε να τα περιμένουμε όλα από το Θεό, την Θεία πρόνοια, το κράτος, την Ανθρωπότητα, τους άλλους. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να γίνουμε κομμάτι της Ανθρωπότητας και να καταλάβουμε ότι οι άλλοι είμαστε εμείς. Η περιπλάνηση – αναζήτηση μας στον κόσμο πρέπει να έχει κατεύθυνση, πρέπει να έχει στόχο. Το όλον και το τίποτα, η ζωή και ο θάνατος. Αργά ή γρήγορα, εύκολα ή δύσκολα όλοι θα καταφέρουμε να πεθάνουμε, αλλά αυτό δεν προϋποθέτει ότι θα έχουμε καταφέρει να ζήσουμε. Το ότι θα πεθάνεις δεν είναι κάτι που το επιλέγεις, αλλά μπορείς να διαλέξεις το πώς θα ζήσεις. Το Τίποτα είναι αυτή η διαφορετική οπτική. Όταν ο θάνατος σου γίνει Τίποτα, τότε η ζωή και η κληρονομιά σου ήταν Κάτι. Γίνεσαι και εσύ κομμάτι της Ανθρωπότητας, υπερβαίνεις τα ατομικά και κοινωνικά πλαίσια και δεν αφήνεις την ιστορία να σε ξεπεράσει. Η ιστορία δεν είναι μόνο αυτό που συμβαίνει, αλλά κυρίως αυτό που μένει. Είναι αυτό το Τίποτα, η διαφορετική οπτική, που μπορεί να σου χαρίσει πραγματικά ζωή. Είναι ένα τίποτα, αλλά μερικές φορές το Τίποτα είναι το Παν. Το μέλλον, όπως όλα, δεν παύει να είναι ανοιχτό και κλειστό συγχρόνως. Προδιαγράφεται μεν, αλλά μένει να παιχτεί. Το που θα σταθείς το αποφασίζεις εσύ.

Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Αναδιάρθρωση του Εκπαιδευτικού Συστήματος

Αρχικά σκοπός μας είναι να διακρίνουμε ποιος είναι ο στόχος του εκπαιδευτικού συστήματος σε κάθε βαθμίδα, και έπειτα να κάνουμε τις κατάλληλες ενέργειες, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι εξυπηρετεί το στόχο αυτό η κάθε βαθμίδα ξεχωριστά. Για το λόγο αυτό θα ξεκινήσουμε από τη βασική – υποχρεωτική (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια) εκπαίδευση και θα περάσουμε στην τριτοβάθμια, στις μεταπτυχιακές και τις διδακτορικές σπουδές.

Πρωτοβάθμια – Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει ως στόχο την κατάρτιση στα βασικά πεδία γνώσεων, να βάζει βάσεις για την ανάπτυξη κριτικής ικανότητας στους μαθητές και τέλος να τους μαθαίνει με πιο τρόπο πρέπει να διαβάζουν έτσι ώστε να είναι αποδοτικοί και να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες τους σε ολόκληρο το φάσμα τους. Είναι πολύ βασικό πέρα από τα μαθηματικά, τη γλώσσα, την ιστορία, τη γεωγραφία, τη γνωριμία με τη φύση και τον κόσμο γύρω τους, οι μαθητές να μάθουν πώς να διαβάζουν, την αξία του σωστού διαβάσματος, αλλά το βασικότερο πως θα ξεκινήσουν να σκέφτονται. Οι αλλαγές λοιπόν στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν είναι στο περιεχόμενο ή την ύλη των διδασκόμενων μαθημάτων αλλά στις παιδαγωγικές μεθόδους και στα βιβλία που τις υποστηρίζουν για την δημιουργία πιο αποτελεσματικών μαθητών που θα στοχεύουν στην ουσία. Σε αυτή την κατεύθυνση βοηθάει πολύ και η θεσμοθέτηση των ολοήμερων σχολείων όπου με την καθοδήγηση των δασκάλων θα μπορούν τα παιδιά να μάθουν να μελετάνε, αλλά και να ασχολούνται με δημιουργικά πράγματα – της αρεσκείας τους – πέρα των μαθημάτων, στον ελεύθερο χρόνο τους.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να έχει σαν στόχο αρχικά την εμβάθυνση των αντικειμένων με τα οποία ασχολήθηκε η πρωτοβάθμια εκπαίδευση, να δείξει για ποιο λόγο ισχύουν αυτά που έχουν ήδη διδαχτεί, πού αποσκοπούν και πού χρησιμεύουν. Πρέπει μέσα από την εξέλιξη των μαθητών τα μαθήματα να δικαιολογούν την παρουσία τους στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Οι ερωτήσεις κρίσης και οι συνδυαστικές εργασίες και ασκήσεις θα αναδείξουν το ενιαίο των διαφορετικών μαθημάτων, την αναγκαιότητα όλων αλλά και τη συμβολή τους στη διαπαιδαγώγηση του μαθητή. Πρέπει επίσης η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ως συμπληρωματική της πρωτοβάθμιας, να παράσχει όλα τα εφόδια που θα χρειαστεί κάποιος για να ανταπεξέλθει στην μετέπειτα ζωή του, ακόμα και αν δεν επιθυμεί να περάσει σε ανώτερες σπουδές. Που σημαίνει ότι θα πρέπει να προσφέρει σφαιρική – και όχι εξειδικευμένη – ενημέρωση σε όλα τα αντικείμενα τα οποία πραγματεύεται ήδη η βασική υποχρεωτική εκπαίδευση, αλλά επιπρόσθετα θα πρέπει να οπλίζει και με τις απαιτούμενες γνώσεις τους μαθητές για την περίπτωση που θέλουν να ασχοληθούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες, να ανοίξουν δικές τους επιχειρήσεις, θέλουν να εργαστούν σαν ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, σαν γραμματειακή υποστήριξη ή παρόμοιου τύπου εργασίες όπου δεν απαιτείται πτυχίο ανώτερων σπουδών.
Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο θα πρέπει να εισαχθεί ένα μάθημα για την λειτουργία της αγοράς, των ΜΜΕ, την διοίκηση, το marketing, βασικές οικονομικές αρχές, πράγματα τα οποία οφείλει να γνωρίζει κάποιος που εντάσσεται στο κοινωνικό σύνολο όχι μόνο για την εξασφάλιση πόρων, αλλά κυρίως για τη θωράκιση του (ας σημειώσουμε πως η πλειοψηφία δαπανά μεγάλο μέρος του ελεύθερου χρόνου της μπροστά από την τηλεόραση, βομβαρδιζόμενη από μηνύματα χωρίς να έχει μάθει να τα κρίνει ή να τα διαχειρίζεται). Πρέπει επίσης να γίνουν ουσιαστικές οι γνώσεις που παρέχονται πάνω στους υπολογιστές τη στιγμή που ζούμε στην εποχή της πληροφορίας, σε τέτοιο βαθμό που όλοι βγαίνοντας από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση – και νωρίτερα – να μπορούν να χειριστούν τον υπολογιστή επαρκώς στις βασικές του λειτουργίες (να μπορούν να γράφουν εργασίες, να κάνουν παρουσιάσεις, πλοήγηση στο διαδίκτυο, διαχείριση του ηλεκτρονικού τους ταχυδρομείου, δημιουργία απλών αρχείων excel και access, όπως και να κάνουν format, εγκατάσταση και απεγκατάσταση προγραμμάτων). Πρέπει επίσης τα μαθήματα ξένων γλωσσών να είναι στοχευμένα και ουσιαστικά έτσι ώστε ο μαθητής με το απολυτήριο λυκείου να έχει γνώσεις επιπέδου proficiency στα αγγλικά, και βασικές γνώσεις στη δεύτερη γλώσσα που θα επιλέξει (γερμανικά, γαλλικά ή ισπανικά). Θα μπορούσε το σχολείο σαν θεσμικό όργανο να παραπέμπει και σε εξετάσεις πιστοποίησης των εν λόγω γνώσεων μέσω των αρμόδιων φορέων αντικαθιστώντας – εν μέρει τουλάχιστον – τα ξενόγλωσσα φροντιστήρια εφόσον πλέον η καλή γνώση δύο ξένων γλωσσών θεωρείται βασική και προαπαιτούμενη στην αγορά εργασίας. Τέλος είναι πολύ βασικό για κάποιον βγαίνοντας από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση να γνωρίζει για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους, τον τρόπο λήψης αποφάσεων, αλλά και τη βαρύτητα των δικών του αποφάσεων έτσι ώστε να ενταχτεί πλέον στο κοινωνικό σύνολο. Η έμφαση και εμβάθυνση των αντικειμένων που προαναφέρθηκαν δεν είναι αποτρεπτική για το φόρτο εργασίας ενός μαθητή από τη στιγμή που μπορεί να αντικαταστήσει τις εξειδικευμένες γνώσεις που παρέχονται στις κατευθύνσεις, που αναγκάζεται κανείς να ακολουθήσει προς το παρόν στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πράγμα που δεν πρέπει να συνεχιστεί.
Πρέπει να εισαχθούν περισσότερα πειράματα στον τρόπο διδασκαλίας όσων μαθημάτων το απαιτούν και είναι εφικτό, ενώ θα έπρεπε όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες διδασκαλίας να γίνονται στις αίθουσες των εργαστηρίων, έτσι ώστε να μπορούν οι μαθητές παράλληλα με την θεωρία να βλέπουν και πρακτικές εφαρμογές. Είναι σημαντικό και εδώ να βλέπουμε εφαρμογές του ενός μαθήματος στο άλλο έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή η ενοποίηση των μαθημάτων και η χρησιμότητα τους. Το ολοήμερο σχολείο έχει ήδη βάλει σε μια νοοτροπία τους μαθητές οι οποίοι μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν τη βιβλιοθήκη – αναγνωστήριο του σχολείου με μικρότερη καθοδήγηση για να κάνουν τα μαθήματα τους.

Πρέπει επίσης, παράλληλα, κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμπληρωματικά και όχι σε ώρες μαθημάτων – για να μην θεωρηθεί ώρα ξεκούρασης – να δίνονται μια σειρά από σεμινάρια με θέματα όπως η κυκλοφορική, περιβαλλοντική, φυσική αγωγή, υγιεινή, υγεία –κάπνισμα, αλκοόλ – και άλλα θέματα στο ίδιο πλαίσιο, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Σε παρόμοιο πλαίσιο θα είναι καλό οι μαθητές να κάνουν ομάδες και να ασχολούνται με γενικούς προβληματισμούς – προβλήματα τα οποία δεν έχουν ήδη επιλυθεί έτσι ώστε να μάθουν να παράγουν πρωτογενή σκέψη (think-tank).

Οι πανελλαδικές εξετάσεις είναι ένας θεσμός ο οποίος πρέπει να διατηρηθεί για να υπάρχει κύρος και ουσία στο απολυτήριο του λυκείου (ενιαίου ή τεχνικού). Πρέπει με το απολυτήριο αυτό να πιστοποιείται ότι ο απόφοιτος έχει ένα βασικό επίπεδο γνώσεων οπότε δε μπορεί να δίνεται με ενδοσχολικές εξετάσεις. Παρόλα αυτά οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πρέπει να είναι εξετάσεις εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση εφόσον σκοπός του λυκείου δεν είναι η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αλλά έχει διαφορετικό ρόλο όπως παρατηρήσαμε πιο πάνω. Οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν πρέπει να είναι απαιτητικές σε λεπτομέρειες αλλά να έχουν συνδυαστικές ερωτήσεις κρίσεως στις οποίες να ζητούνται βασικές μέθοδοι σκέψης, έννοιες και γνώσεις οι οποίες αποκομίστηκαν από το σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Σύστημα Εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει αρχικά το σύστημα να δείχνει τάσεις και κατευθύνσεις στους νέους ανάλογα με τις κλίσεις τους, ανάλογα με τις απαιτήσεις των αντικειμένων αλλά και ανάλογα με τις απαιτήσεις της αγοράς έτσι ώστε ο νέος να είναι πλήρως ενημερωμένος για τις επιλογές που θα κάνει, τι δυσκολίες θα αντιμετωπίσει στη σχολή που θα επιλέξει να ακολουθήσει, αν τελικά επιλέξει την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό πρέπει να θεσπιστεί ένας φορέας (εάν όχι το ίδιο το λύκειο) όπου ο νέος θα κάνει κάποια τεστ δεξιοτεχνίας, ικανοτήτων, κλίσης – μέσω ερωτηματολογίων, σχημάτων, αντιστοίχισης κλπ – σχεδιασμένα από ειδικούς όπου θα φανερώνουν τους δυνατούς τομείς αλλά και τις αδυναμίες των νέων, όπως και θα μπορούν να προτείνουν τομείς ενασχόλησης. Τέτοια τεστ γίνονται ακόμα και τώρα από ιδιωτικές εταιρίες υπό την επίβλεψη ψυχολόγων. Επιπρόσθετα θα γίνεται ουσιαστικός επαγγελματικός προσανατολισμός με το αντικείμενο της κάθε σχολής, τι πραγματεύεται και τι δυνατότητες προσφέρει. Έτσι θα μπορεί ο νέος, με τη βοήθεια ενός σύμβουλου καθηγητή, να αποφασίσει βάση των επιθυμιών, ικανοτήτων, δυνατοτήτων και ευκαιριών για το ποιες σπουδές θέλει να ακολουθήσει. Αφού τελειώσει με αυτό το στάδιο έχει διαλέξει τομέα και αντικείμενο (ουσιαστικά ποιο τμήμα τον ενδιαφέρει) και διαλέγει τα απαιτούμενα εισαγωγικά μαθήματα που θα παρακολουθήσει, τα οποία γίνονται στα πλαίσια του φορέα που θα ιδρυθεί (αν δεν περάσουν στο λύκειο).

Τα εισαγωγικά μαθήματα ποικίλουν και εξαρτώνται από το αντικείμενο του κάθε τμήματος. Οι υποψήφιοι φοιτητές εξετάζονται στα μαθήματα αυτά στο τέλος της χρονιάς και με τα αποτελέσματα αυτά αλλά και με συστατικές από τους καθηγητές κάνουν αιτήσεις στα πανεπιστήμια που επιθυμούν να ενταχθούν. Τα πανεπιστήμια επιλέγουν κυρίως βάση των βαθμών στα μαθήματα, αλλά μπορεί να λάβουν υπ’ όψιν τους και τις συστατικές σε μικρές διαφορές μεταξύ υποψηφίων ενώ καλούν και σε προσωπική συνέντευξη για την αποδοχή ή όχι του υποψήφιου φοιτητή. Ο νέος μπορεί να προσπαθήσει όσες φορές επιθυμεί να μπει σε όποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα επιθυμεί. Οι εξετάσεις πρέπει και αυτές να γίνονται με αδιάβλητο τρόπο, οι εξεταστές και διορθωτές να μη γνωρίζουν τους εξεταζόμενους και να είναι ίδιας δυσκολίας, εάν όχι ίδια, τα θέματα για όλους τους υποψήφιους για ομότιμα τμήματα.
Ουσιαστικά η προετοιμασία και οι εξετάσεις διαρκούν λιγότερο από ένα χρόνο, οι υποψήφιοι μετράνε τις δυνάμεις τους βλέποντας τις επιδόσεις των υπολοίπων υποψηφίων και μπορούν να κάνουν πιο στοχευμένα τις αιτήσεις τους. Συνυπολογίζουν τις επιθυμίες τους, τις δυνατότητες τους, τους βαθμούς τους σχετικά με τους υπόλοιπους, τα κριτήρια της κάθε σχολής επιλέγουν τη σχολή της αρεσκείας τους. Με αυτό τον τρόπο αρχικά περιορίζονται – αν όχι αποκλείονται – οι μεταγραφές, αφού οι υποψήφιοι έχουν κάνει αίτηση σε συγκεκριμένα ιδρύματα και έχουν επιλεγεί από αυτά, ενώ μεταγραφές ίσως να επιτραπούν σε περίπτωση που προκύψουν λόγοι κατά τη διάρκεια της φοίτησης. Επίσης περιορίζεται η παραπαιδεία, αν συνυπολογίσει κανείς και τη συνεισφορά των ολοήμερων σχολείων, γιατί με αυτό τον τρόπο ακόμα και να θεωρεί κάποιος ότι έχει την ανάγκη να πάει σε βοηθητικά μαθήματα, ακόμα και αν βρει το χρόνο, θα το κάνει για λιγότερο από ένα χρόνο. Εδώ ας παρατηρήσουμε ότι έχουμε περισσότερα μαθήματα, τα οποία επιλέγονται από μικρότερα ακροατήρια, έτσι έχουμε καλύτερη ποιότητα μαθήματος, μεγαλύτερη απορρόφηση εκπαιδευτικών, και οι υποψήφιοι δίνουν απολύτως σχετικά μαθήματα με το αντικείμενο που θα ασχοληθούν στο πανεπιστήμιο. Φυσικά στο πανεπιστήμιο μπαίνουν έχοντας κάνει τα εισαγωγικά μαθήματα οπότε μειώνεται και η διάρκεια των σπουδών κατά ένα χρόνο, το χρόνο που έχασε ο υποψήφιος για την επιλογή, την προετοιμασία και τις εισαγωγικές εξετάσεις.

Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να παρέχονται πιο εξειδικευμένες γνώσεις, και τα ιδρύματα πρέπει να παρέχουν υψηλού επιπέδου ποιότητα σπουδών– τουλάχιστον μέχρι να ανοίξει η αγορά, οπότε και δε θα είναι δυνατή η διασφάλιση του επιπέδου των σπουδών αλλά η κατηγοριοποίηση του – ενώ θα πρέπει ο συνολικός αριθμός των εισακτέων ενός αντικειμένου να συναντά κατά κάποιο τρόπο και τις ανάγκες της αγοράς αναφορικά με το αντικείμενο αυτό – και αυτό φυσικά μέχρι να ανοίξει η αγορά, οπότε και δε θα μπορούμε να ασκούμε έλεγχο, παρά μόνο ο ανταγωνισμός θα μπορεί να φέρει ισορροπίες – έτσι ώστε να επιτύχουμε και μείωση της ανεργίας σε κορεσμένους τομείς, αφήνοντας πάντα περιθώριο για όσους θέλουν να ασχοληθούν με την έρευνα – όπου και δεν υπάρχει θέμα ανταποδοτικότητας σε σχέση με την αγορά αφού οι ερευνητές μπορούν να δρουν παράλληλα με αυτή.
Η αξιολόγηση πρέπει επιτέλους να έρθει κάποια στιγμή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να γίνει μια πλήρης καταγραφή υποδομών, υλικών, αναγκών κάθε τμήματος, να αξιολογηθούν τα συγγράμματα, το πρόγραμμα σπουδών, η ποιότητα του μαθήματος και οι καθηγητές από εξωτερικούς αλλά και εσωτερικούς παρατηρητές, και να εντοπιστούν τα προβλήματα του κάθε τμήματος ξεχωριστά. Πρέπει να διατεθούν μεγαλύτερα κονδύλια στα ιδρύματα που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από οικονομική στήριξη, να ασκηθεί μεγαλύτερος έλεγχος και καθοδήγηση στα τμήματα που παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα διοικητικής φύσης. Να δοθούν κίνητρα στους καθηγητές για να κάνουν έρευνα, αλλά να υπάρχουν και εκθέσεις φοιτητών αλλά και εξωτερικών παρατηρητών για την μεταδοτικότητα τους που θα λαμβάνονται υπ’ όψιν στις κρίσεις τους. Πρέπει να φέρουμε όλα τα ιδρύματα σε μια ισορροπία, για να μην έχουμε αποφοίτους πολλών ταχυτήτων – γιατί τότε θα έπρεπε να έχουμε και επαγγελματικά δικαιώματα πολλών ταχυτήτων – και από εκεί να τα αναπτύξουμε ομόρροπα, να τα κάνουμε ανταγωνιστικά με τα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, και έτσι όταν ανοίξει η αγορά, η δημόσια εκπαίδευση δε θα κινδυνεύσει να εξαφανιστεί ενώ δε θα έχουμε και κοινωνικές ανισότητες στις ευκαιρίες στην εκπαίδευση. Αν φτάσουμε τελικά στην κατηγοριοποίηση των πανεπιστημίων θα πρέπει τα δημόσια πανεπιστήμια να είναι στην πρώτη βαθμίδα και να κρατηθούν εκεί.
Αυτό βέβαια για να επιτευχθεί πρέπει να υπάρχει ενιαία εθνική στρατηγική για την εκπαίδευση, και δεν πρέπει η κάθε κυβέρνηση ανάλογα με τις σκοπιμότητες της να υποβαθμίζει ή να αναβαθμίζει τα δημόσια πανεπιστήμια. Για αυτό το λόγο πρέπει να αφήσουμε στα ιδρύματα την δυνατότητα να αυτοχρηματοδοτούνται από εναλλακτικούς πόρους. Πρέπει να μπορούνε να αξιοποιήσουνε την έρευνα που παράγουν, αφού θεσπιστεί μια επιτροπή δεοντολογίας που θα εξασφαλίζει ότι η έρευνα αυτή είναι αντικειμενική και δεν καθοδηγείται. Επίσης πρέπει να θεσπιστούν ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών (προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών) τα οποία θα μπορούν να παρακολουθούν ξένοι φοιτητές επί πληρωμή, προγράμματα τηλε-εκπαίδευσης με συνδρομητές ανά τον κόσμο, ή ακόμα και βιντεοσκοπημένα μαθήματα που θα ανεβαίνουν στο site του πανεπιστημίου, να τα παρακολουθούν όσοι θέλουν να γίνουν συνδρομητές – ελεύθερα για τους φοιτητές – (βλ. MIT open courseware).
Σημαντικό είναι επίσης να ενθαρρύνονται οι επιχειρήσεις να δέχονται φοιτητές για πρακτική άσκηση, με κάποιες φοροαπαλλαγές ή μείωση εισφορών ενδεχομένως, έτσι ώστε να μπορούν οι φοιτητές να αποκτούν πρακτικές γνώσεις πάνω στο αντικείμενο τους και να περνάνε από τη θεωρία και την πράξη του εργαστηρίου, στις πραγματικές συνθήκες δουλειάς και τις πραγματικές απαιτήσεις. Με αυτό τον τρόπο και οι εταιρίες γνωρίζουν ενδεχόμενους μελλοντικούς εργαζόμενους, αφού δεν αποκλείεται να μείνουν ευχαριστημένοι από την απόδοση των φοιτητών και να αποφασίσουν να επενδύσουν πάνω τους έτσι ώστε να έχουν καταρτισμένους εργαζόμενους με το που θα πάρουν το πτυχίο τους.
Και σε αυτή τη βαθμίδα της εκπαίδευσης χρειάζεται να έχουμε συνδυαστικά θέματα κρίσεως και εναλλακτικούς τρόπους εξέτασης για κατανόηση σε μεγαλύτερο βάθος του αντικειμένου, κάτι που απαιτεί ασφαλώς τον περιορισμό των μαθημάτων ανά εξάμηνο. Δεν είναι δυνατόν ο φοιτητής να μπορέσει να μελετήσει σε βάθος, μέσα από πηγές και άλλη βιβλιογραφία, όταν έχει τόσο μεγάλο φόρτο εργασίας, οπότε θέτουμε και στόχους με την αξιολόγηση του προγράμματος σπουδών, έτσι ώστε να καλύπτουν τα απαραίτητα, αλλά με ρεαλιστικά κριτήρια. Επίσης θα πρέπει να θεσπίσουμε και διαγωνισμούς ευρεσιτεχνίας, καινοτομίας και πρωτότυπων ιδεών έτσι ώστε να παροτρύνουμε αλλά και να εμπνεύσουμε τους φοιτητές να ασχοληθούν πιο ουσιαστικά με το αντικείμενο τους, αλλά και να παράγουν πρωτογενή σκέψη.

Αναφορικά με την εντατικοποίηση των σπουδών, εξασφαλίζοντας πως οι λιμνάζοντες φοιτητές δε θα κοστίζουν τίποτα στο πανεπιστήμιο – χωρίς πάσο, δεν προμηθεύονται καινούρια βιβλία κλπ – μπορούμε να θεσπίσουμε ταχύρυθμα και απλά τμήματα, έτσι ώστε στα πρώτα όσοι παρακολουθούν να υποχρεώνονται να περνάνε τα μαθήματα τους, με μικρές αποκλίσεις, μέσα στο ακαδημαϊκό έτος για να προβιβαστούν στο επόμενο, να μην μπορούν να αποτύχουν πάνω από 2+1 φορές σε κάποιο μάθημα και έτσι να τελειώνουν σε ν ή ν+1 χρόνια, ενώ αν αποτύχουν εκπίπτουν στο απλό τμήμα και συνεχίζουν τις σπουδές τους από εκεί. Έτσι το ταχύρυθμο τμήμα ικανοποιεί τους δείκτες αξιολόγησης των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ενώ στα απλά τμήματα μπορούν να ρυθμίσουν οι φοιτητές τον ρυθμό σπουδών τους όπως επιθυμούν και να έχουν και παράπλευρες ασχολίες παράλληλα με το πανεπιστήμιο. Οι αλυσίδες μαθημάτων από την άλλη θα πρέπει να θεσπιστούν και για τους δύο τύπους τμημάτων, για μαθήματα που αποτελούν προαπαιτούμενο το ένα του άλλου και όχι απλά αν έχουν συνάφεια ή συνέχεια βάση ονόματος, γιατί είναι παράλογο να χάνει κάποιος το χρόνο του παρακολουθώντας ένα μάθημα στο οποίο δεν έχει τα εφόδια να επιτύχει.

Έμφαση είναι απαραίτητο επίσης να δώσουμε και στην έρευνα. Πρέπει σαν κράτος να αποφασίσουμε επιτέλους να επενδύσουμε ένα ποσό της τάξης του 2.5% του ΑΕΠ στην βασική έρευνα, πάνω στην οποία μπορούν να στηριχτούν τα πιο επίκαιρα μεταπτυχιακά και διδακτορικά ερευνητικά προγράμματα. Η έρευνα που παράγεται από ένα πανεπιστήμιο ή από μια χώρα είναι η πιο βασική για τις ανώτατες σπουδές. Θα προσελκύσουμε φοιτητές από τα Βαλκάνια άλλα και ολόκληρη την Ευρώπη, θα μπορέσουμε να πουλήσουμε μετά από κάποια χρόνια αποτελέσματα της έρευνας αυτής, ενώ πέρα από τον καθοριστικό χαρακτήρα που έχει η βασική έρευνα για την μεταπτυχιακή και διδακτορική εκπαίδευση αποτελεί και πόλο έλξης για επιχειρήσεις οι οποίες θα την χρησιμοποιήσουν για να πατήσουν πάνω σε αυτή, να κάνουν εφαρμοσμένη έρευνα, και να βρουν εφαρμογές. Μια επιχείρηση δεν είναι σε θέση να επενδύσει τα ποσά που χρειάζονται για τη βασική έρευνα, ούτε έχει τέτοιο βάθος χρόνου για να περιμένει αποτελέσματα. Οπότε πρέπει το κράτος να αποφασίσει να επενδύσει έτσι ώστε να καταφέρουμε κάποια στιγμή μέσα από τα πανεπιστήμια μας και τα ερευνητικά μας κέντρα να εξάγουμε τεχνογνωσία. Εδώ είναι αυτονόητο φυσικά ότι αν θέλουμε να ασχοληθούμε με την έρευνα πρέπει να αγοράσουμε άδειες χρήσης για όλες τις βιβλιοθήκες επιστημονικών εργασιών και να είναι προσβάσιμες από όλα τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα.

Θα μπορούσαμε ακόμα να χρησιμοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα μας σε διάφορα πεδία, έναντι των άλλων χωρών, και να τα εξάγουμε με μορφή εκπαίδευσης. Θα μπορούσαμε να φτιάξουμε πολύ καλά αγγλόφωνα τμήματα φιλοσοφίας και να τα διαφημίσουμε στο εξωτερικό προσελκύοντας ξένους φοιτητές, προβάλλοντας τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, τμήματα τουριστικών επαγγελμάτων προβάλλοντας τον τουρισμό και τη νυχτερινή ζωή, τμήματα αρχαιολογίας έχοντας να επιδείξουμε τόσους αρχαιολογικούς χώρους, ευκλείδειας γεωμετρίας, ή ακόμα και ελληνικής ιστορίας, ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας, τμήμα ελληνικής φιλολογίας, αγροτικής μεσογειακής καλλιέργειας και ναυσιπλοΐας. Σαν χώρα είμαστε γνωστοί σε διάφορους τομείς τους οποίους οφείλουμε να προβάλουμε για να επωφεληθούμε.
Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να μην είναι άκαμπτο και να αναγνωρίζει ιδιαιτερότητες στους μαθητές – φοιτητές που το ακολουθούν. Υπάρχουν προικισμένα παιδιά τα οποία καταστρέφονται προσπαθώντας να παρακολουθήσουν μαθήματα σε πολύ αργούς, για αυτά, ρυθμούς και έτσι δημιουργείται η ανάγκη για δημιουργία ειδικών ταχύρυθμων τμημάτων για τα ειδικά αυτά παιδιά ή τουλάχιστον η εκχώρηση της δυνατότητας ταυτόχρονης παρακολούθησης μαθημάτων περισσότερων τάξεων έτσι ώστε να μπορέσουν να βρουν με ενδιαφέρον τη θέση τους στο εκπαιδευτικό σύστημα. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και από την άλλη πλευρά με τμήματα για παιδιά με νοητική στέρηση τα οποία καταστρέφονται αφού δεν είναι δυνατό να παρακολουθήσουν τους συμβατικούς ρυθμούς του εκπαιδευτικού συστήματος. Οι ιδιαίτερες αυτές περιπτώσεις φυσικά είναι απαραίτητο πρώτα από όλα να αναγνωριστούν κάτι που χρειάζεται φυσικά ικανότητα από την πλευρά των εκπαιδευτικών.

Όσον αφορά το κράτος είναι απαραίτητο να εστιάσουμε στα προβλήματα εκπαίδευσης, γιατί είναι μορφές δημόσιας επένδυσης, είναι ανταποδοτικά, φέρνουν οικονομική μεγέθυνση στο κράτος, παράγουν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και προσελκύουν ξένες επιχειρήσεις. Αντιθέτως όταν εστιάζουμε στις αμυντικές δαπάνες ή στην περίθαλψη επιλέγουμε μια μορφή δημόσιας κατανάλωσης. ‘’Η επινόηση της καθολικής υποχρεωτικής δημόσια χρηματοδοτούμενης εκπαίδευσης ήταν η μεγαλύτερη κοινωνική επινόηση της ανθρωπότητας. Με αυτή αποκόπηκε ο δεσμός ανάμεσα στο οικογενειακό εισόδημα και στην παιδεία και η άγνοια και το χαμηλό εισόδημα της μιας γενιάς δεν οδηγούσαν αυτόματα στην άγνοια και το χαμηλό εισόδημα της άλλης […] Σε τελευταία ανάλυση, το σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης βρίσκεται πίσω από την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και τα ανερχόμενα επίπεδα πλούτου. Η συνεχής οικονομική βελτίωση δεν υπήρχε ούτε καν ως έννοια, πόσο μάλλον ως πραγματικότητα, προτού επινοηθεί η καθολική δημόσια εκπαίδευση τον δέκατο ένατο αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες’’ (Lester Thurow – καθηγητής του τμήματος οικονομίας και κοσμήτορας της σχολής διοίκησης επιχειρήσεων Sloan school of Management του ΜΙΤ).

Contact me

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *